Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Η πρώτη Βυζαντινή “Αναγέννηση” και η μεταφυσική της ταυτότητας - Μέρος Ά

 

 
       Η πρώτη Βυζαντινή “Αναγέννηση”

 
 
 
   Έχει πάρει τα πάνω της εδώ και κάποιες δεκαετίες στην Ελλάδα, η άποψη ότι τα 1100 χρόνια της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας αποτελούν ένα σκοτεινό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, κατά το οποίο εδιώχθη η φωτεινή φιλοσοφία της Κλασικής αρχαιότητας και επικράτησε ένας θεοκρατικός σκοταδισμός φανατικών Χριστιανών που μισούσαν ο,τι είχε να κάνει με τη φιλοσοφία, την τέχνη, την ποίηση και γενικώς την πολιτιστική δημιουργία της αρχαίας Ελλάδος. Αυτό μέχρι περίπου τον 15ο αιώνα, όπου ξαφνικά ο Πλήθων ο Γεμιστός και οι Δυτικοί πρόδρομοι της Αναγέννησης, ανακάλυψαν τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και συνετελέσθη η ευρωπαϊκή Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός, που ευτυχώς μας έβγαλαν από τα σκοτάδια του Μεσαίωνα.

     Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται ακριβώς για ιστορική άποψη, διότι κανένας σοβαρός ιστορικός πλέον δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Πρόκειται κυρίως για έναν μύθο που καλλιεργούταν και καλλιεργείται στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, από διαφόρους φορείς, προκειμένου να προωθηθούν ιδεολογήματα πολιτικής και εσχάτως και θρησκευτικής φύσεως.

    Δεν θα υπήρχε κάποιος λόγος να ασχοληθούμε με έναν τέτοιο ανιστόρητο μύθο - και δεν θα το κάνουμε ιδιαιτέρως - αν το τελευταίο διάστημα δεν είχε αρχίσει δυστυχώς να αναπαράγεται και μέσα σε ελλαδικούς εθνικιστικούς κύκλους και αν - εδώ είναι το σημαντικότερο - δεν είχε ενδιαφέρον να συνδέσουμε τις “Βυζαντινές” (1) ρίζες της Παραδοσιοκρατίας και του Ταυτοτισμού, με τα σύγχρονα νεανικά κινήματα της Ευρώπης (Γενιά της Ταυτότητας, Traditionalist Youth κ.α.) ή πιθανόν και την 4η Πολιτική Θεωρία του Αλεξάντερ Ντούγκιν.
 

Βυζάντιο, Ισλάμ και ελληνική παιδεία

“Για περισσότερο από χίλια χρόνια το Βυζάντιο αποτέλεσε την έπαλξη, υπό την προστασία της οποίας ζούσε ολόκληρος ο δυτικός κόσμος. Μέσα σ' αυτήν την ασφαλή ζώνη ήταν που μπόρεσε να αναπτυχθεί ο δυτικός πολιτισμός στην πρώτη του φάση, τη μεσαιωνική. Η διαδεδομένη φλυαρία περί δήθεν χιλιετούς παρακμής της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αντιφάσκει προς την τιτάνια στρατιωτική προσπάθεια των τάχα παρηκμασμένων Βυζαντινών. Η εξαιρετική ζωτικότητά τους δεν έγκειται μόνο στη φυσική και υλική αντοχή τους αλλά και στα πολιτιστικά τους επιτεύγματα. Κατ' αρχάς, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι το σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής γραμματείας που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας διασώθηκε χάρη στους αντιγραφείς χειρογράφων των βυζαντινών σχολών και μοναστηριών. Στο Βυζάντιο - και όχι στην Λατινική Δύση - βρήκε η παράδοση της ελληνικής αρχαιότητας τη φυσική της συνέχεια. Εκεί - και όχι στην Δύση - συνέχιζαν να διαβάζονται, να μελετώνται, να σχολιάζονται και να αντιγράφονται τα μεγάλα έργα των αρχαίων Ελλήνων. Ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος, πιθανότατα πολύ φτωχότερος, αν οι Βυζαντινοί δεν πρόσφεραν στην ανθρωπότητα την υπηρεσία αυτή” (Κλάους Όλερ “ Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί”).

           Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ποίηση αποτέλεσε τη βάση της Βυζαντινής Παιδείας - τόσο με την έννοια της εκπαίδευσης όσο και με την έννοια του Πολιτισμού - αδιαλείπτως στα 1100 χρόνια της Αυτοκρατορίας. Σαφώς υπήρξαν περίοδοι που αναλόγως προσέδιδαν σε αυτή τη βάση έναν μειωμένο ή αυξημένο συντελεστή ισχύος. Όμως, προκαλεί εντύπωση πως ακόμα και τις περιόδους της σύγκρουσης με τους Παγανιστές (4ος – 6ος αιώνας) ή της εικονομαχίας (8ος αιώνας) , ο Όμηρος και οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διδάσκονταν και μελετούνταν επισταμένως, τόσο στα Βυζαντινά σχολεία - πολλά από τα οποία βρισκόντουσαν μέσα σε Μοναστήρια - όσο και στα Πανεπιστήμια της Αυτοκρατορίας.

        Ο Ράνσιμαν παρατηρεί σχετικά: “Σε όλη τη βυζαντινή ιστορία η ύλη και ο τρόπος της διδασκαλίας δεν ποικίλουν και πολύ. Το πρώτο πράγμα που διδασκόταν ένα παιδί, όταν γινόταν έξι χρονών, ήταν η γραμματική και το “ελληνίζειν την γλώσσαν”. Μ' αυτό, εκτός από το διάβασμα, το γράψιμο, τη γραμματική και το συντακτικό, εξυπακουόταν μια γνώση των κλασικών, καθώς και σχόλια στους κλασικούς, ιδίως στον Όμηρο, που τα έργα του τα μάθαιναν απέξω. Ο Συνέσιος, τον 5ο αιώνα, μιλάει για την ικανότητα του ανιψιού του να αποστηθίζει τον Όμηρο (μάθαινε 50 στίχους την ημέρα), ενώ ο Ψελλός, από πολύ μικρός ήξερε όλη την Ιλιάδα απέξω. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι οι Βυζαντινοί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν στίχους του Ομήρου. Η Άννα (Σ.Σ: η Κομνηνή) που εξηνταέξι φορές στην “Αλεξιάδα” της αναφέρει στίχους του, σπάνια προσθέτει “το ομηρικόν εκείνο”. Ήταν τελείως περιττό. Και τους άλλους ποιητές τους διάβαζαν και τους μάθαιναν, κανένας όμως δεν είχε την ανώτατη αυτή θέση που διατηρούσε ο Όμηρος”. (Στήβεν Ράνσιμαν, “Βυζαντινός Πολιτισμός”)

          Μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το κλείσιμο της Ακαδημίας και των σχολών της Αθήνας, στα Βυζαντινά Πανεπιστήμια διασώζεται η Αρχαία Γραμματεία με πλήθος αντιγραφών, μεταφράσεων και μελετών. Για αρκετούς αιώνες, οι βασικοί χώροι του γνωστού κόσμου, όπου βρίσκονται, αντιγράφονται και μελετώνται τα αρχαία συγγράμματα είναι τα Πανεπιστήμια, οι Βιβλιοθήκες και τα Νοσοκομεία (2) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μέσω αυτών των συγγραμμάτων θα έρθουν σε επαφή οι Άραβες με τον Αριστοτέλη και συγκεκριμένους αρχαίους συγγραφείς, όταν θα βρεθούν Βυζαντινοί λόγιοι στα Χαλιφάτα προκειμένου να ασχοληθούν με τις σχετικές μεταφράσεις.

           Στη Δύση αναπτύχθηκε ένας μύθος: Ότι η Ευρώπη χρωστάει την επαφή της με την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία στο Ισλάμ. Δηλαδή στις Αραβικές μεταφράσεις των αρχαίων Ελλήνων που εν συνεχεία μεταφράστηκαν στα Λατινικά. Αυτός ο μύθος βασίστηκε στην αγνόησή των όσων προαναφέραμε, κυρίως για δύο πολιτικούς λόγους:

          Ό πρώτος έχει να κάνει με την προσπάθεια να αναδειχθεί η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, του Καρλομάγνου και των διαδόχων του, ως ο άμεσος κληρονόμος του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, κάτι που προϋπέθετε την αγνόησή του περιβάλλοντος χώρου της εποχής αλλά και την υποτίμηση της χιλιετούς ιστορίας του Βυζαντίου στην συνέχεια.

        Ο δεύτερος έχει να κάνει με την ιδεολογική επικράτηση του Αστισμού, κυρίως υπό τη μορφή του Φιλελευθερισμού. Αυτό προϋπέθετε την αγνόησή των παραδοσιοκρατών φιλοσόφων της πρώτης και δεύτερης Βυζαντινής “Αναγέννησης” και την ανάδειξη των φιλοσόφων του Δυτικού Διαφωτισμού, ως των μοναδικών κληρονόμων και συνεχιστών της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.

 
Οι φιλελεύθεροι διαστρέβλωσαν την οπτική για το Βυζάντιο

         Ο Βολταίρος είχε δώσει το ιδεολογικό σύνθημα: “Μία ιστορία πολύ περισσότερο γελοία από τη ρωμαϊκή Ιστορία από την εποχή του Τάκιτου: Η Βυζαντινή Ιστορία. Αυτή η ανάξια λόγου συλλογή δεν περιέχει τίποτε άλλο, παρά μόνο πομπώδεις διακηρύξεις και θαύματα. Είναι το βδέλυγμα του ανθρώπινου πνεύματος, όπως η ελληνική αυτοκρατορία υπήρξε το βδέλυγμα της οικουμένης. Οι Τούρκοι τουλάχιστον ήσαν πιο σωστοί: Νίκησαν, χάρηκαν και έγραψαν ελάχιστα”.

           Τη σκυτάλη πήραν οι Μοντεσκιέ και Γίββων, οι οποίοι, υπό τις ιδεολογικές παρωπίδες του Διαφωτισμού, παρουσίασαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σαν μια συνεχόμενη παρακμή που χαρακτηρίζεται ως “θρίαμβος του βαρβαρισμού και της θρησκείας”. Λες και θα μπορούσε ποτέ στην ιστορία μια παρακμιακή οντότητα να ζήσει για 1100 χρόνια, αποτελώντας τη μακροβιότερη καταγεγραμμένη Αυτοκρατορία.

Πλέον, όλοι οι σοβαροί ιστορικοί επισημαίνουν την ιδεολογική αφετηρία της συγκεκριμένης αντίληψης:

“Η περιφρονητική μεταχείριση του Βυζαντίου από μελετητές, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Εδουάρδος Γίββων, διατήρησε κάποια από την κακεντρέχειά της και στη βικτωριανή εποχή, αλλά άρχισε να απορρίπτεται πολύ πριν το τέλος του 19ου αιώνα, προς όφελος μιας πιο θετικής θεώρησης” (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, “Ιστορία του Βυζαντίου”, Νεφέλη, Αθήνα 2006, στον πρόλογο του C. Mango)

Παρόλα αυτά, με προεξάρχοντες κυρίως τους θιασώτες του πολυπολιτισμού, συντηρείται η τάση να αγνοείται η τεράστια επιστημονική και φιλοσοφική εργασία των Βυζαντινών λογίων, προκειμένου να προστίθεται στην “παιδεία” των αποδομητών και στην υπεράσπιση της ανάπτυξης των ισλαμικών κοινοτήτων στην σύγχρονη Ευρώπη ένα ανιστόρητο επιχείρημα: “Ένας από τους βασικούς πυλώνες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, δεν θα ήταν κτήμα μας αν δεν είχαν διδάξει οι Μουσουλμάνοι στους Ευρωπαίους, τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς”.

Ο Σεραφείμ Φυντανίδης, από το περιοδικό “Επίκαιρα” (3/3/2011), μας μαθαίνει το πόσα χρωστάμε στον Ισλαμοαραβικό κόσμο, με το κείμενο του “Το ξύπνημα ενός ξεχασμένου Ισλάμ”, το οποίο αναδημοσιεύει ως “καταπληκτικό άρθρο” η ιστοσελίδα των εν Ελλάδι μουσουλμάνων islam.gr. Εκεί, μας εξηγεί ότι αν οι Άραβες που κατείχαν την Ισπανία δεν είχαν μεταφράσει τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς στα Λατινικά, η Ευρώπη δεν θα είχε ξυπνήσει ποτέ από τον Μεσαίωνά της.

Όσο, όμως, οι σπόνσορες της πολυπολιτισμικής “διανόησης”, ιστορικοφλυαρούν υποδυόμενοι πως αγνοούν δεκάδες ιστορικούς, από τον Παπαρρηγόπουλο έως τον Ράνσιμαν, τόσο εμφανίζονται νέες μελέτες και επιστήμονες που έρχονται να επιβεβαιώσουν τα όσα αυτοί έχουν διατυπώσει τους τελευταίους δύο αιώνες.

Οι ρίζες της Ευρώπης

Ο Γάλλος καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας Σιλβέν Γκουγκενέμ, στο βιβλίο του “Ο Αριστοτέλης στο Μont Saint-Μichel. Οι Ελληνικές Ρίζες της χριστιανικής Ευρώπης” (Εκδ. Seuil και “Ολκός” το 2009), μας παρουσιάζει την ιστορία του Ιακώβου της Βενετίας. Πρόκειται για έναν Έλληνα ή Ιταλό λόγιο που, αφού έζησε στην Κωνσταντινούπολη, εργάστηκε στο αββαείο του Μont Saint-Μichel από το 1127 μέχρι τον θάνατό του, το 1150. Εκεί, μετέφρασε από Βυζαντινά χειρόγραφα στα λατινικά τα σημαντικότερα έργα του Αριστοτέλη.

Ο Γκουγκενέμ, δίνοντας συνέντευξη στην εφημερίδα “Καθημερινή” (17/06/2012), επισημαίνει τα εξής:

“Δεν υποστήριξα ότι δεν υπήρξε μεταφορά γνώσης από τον μουσουλμανικό κόσμο. Υποστήριξα ότι υπήρξε επίσης μεταφορά γνώσης και από τον βυζαντινό κόσμο. Και η μεταφορά αυτή δεν άρχισε το 1453, αλλά τον 10ο αιώνα. Αφορούσε τη φιλοσοφία, τη ζωγραφική, την τέχνη. Έπειτα έφθασαν τα κείμενα των ιστορικών, του θεάτρου και άλλα. Υπήρχαν δύο δρόμοι για την άφιξη της ελληνικής γνώσης στη δυτική Ευρώπη: Ένας βυζαντινός και ένας αραβομουσουλμανικός.

Το πρώτο πλεονέκτημα της βυζαντινής οδού ήταν ότι τα ελληνικά κείμενα μεταφράζονταν απευθείας στα λατινικά. Τα κείμενα που έφθαναν από τον αραβικό κόσμο μεταφράζονταν αρχικά από τα ελληνικά στα αραβικά, έπειτα από τα αραβικά στα λατινικά: Όσο περισσότερες μεταφράσεις, τόσο μεγαλύτεροι οι κίνδυνοι για λάθη.

Δεύτερο πλεονέκτημα: Όλη η ελληνική γνώση έφθανε από το Βυζάντιο, όπου είχε συντηρηθεί άθικτη (ιστορία, θέατρο, επιστήμες, φιλοσοφία). Αν σήμερα μπορούμε να διαβάζουμε την Ιλιάδα ή τους Διαλόγους του Πλάτωνα, αυτό το χρωστάμε στο Βυζάντιο, κάτι που δεν περιλαμβάνεται καν στην Ιστορία της Ευρώπης”.

Η αλήθεια των αριθμών είναι συντριπτική. Σύμφωνα με τον ιστορικό της φιλοσοφίας Λίνο Μπενάκη: “Σήμερα σώζονται στη Δύση 7.820 αριστοτελικά έργα μεταφρασμένα από τα ελληνικά στα λατινικά και μόλις 1.944 από τα αραβικά” (εφ. Ελευθεροτυπία, 21-12-2010). Ο Michael H. Harris επισημαίνει: “Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασσικών μάς έγιναν γνωστοί μέσω Βυζαντινών χειρογράφων” (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, 1995).

Ο P. Lemerle, στη μελέτη του για την πρώτη Βυζαντινή “Αναγέννηση”, ξεκαθαρίζει και την παραφιλολογία της μεταφοράς των αρχαίων κειμένων από το Ισλάμ στο Βυζάντιο, με αυστηρή βάση τα σύγχρονα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα:

“Με τις σημερινές γνώσεις μας, νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε χωρίς δισταγμό την υπόθεση – a priori ήδη ελάχιστα αληθοφανή – ότι η διατήρηση στο γειτονικό Ισλάμ κάποιας ελληνικής παράδοσης και ελληνικών χειρογράφων προκάλεσε στο Βυζάντιο ένα είδος αναγέννησης. (...) Δεν έχουμε καμιά απόδειξη, ούτε καν ένδειξη, ότι υπήρξε αντίστροφη κίνηση, από το Ισλάμ προς τις ελληνόφωνες χώρες, προς το Βυζάντιο. Η Βαγδάτη μπορεί να προμηθεύτηκε μερικά κείμενα από το Βυζάντιο, (...) δεν έχουμε όμως παραδείγματα χειρογράφων που πήγαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία από το χαλιφάτο. Με άλλα λόγια, αυτή την εποχή διαπιστώνεται μια φανερή επίδραση του αρχαίου ελληνισμού στον ισλαμισμό, αλλά δεν έχουμε κανένα σημάδι έμμεσης μετάδοσης του αρχαίου ελληνισμού στον μεσαιωνικό, βυζαντινό ελληνισμό με τη μεσολάβηση του Ισλάμ. (...) Είναι λοιπόν βέβαιο, και αυτό ακριβώς έχει σημασία για μας, ότι ο Φώτιος προμηθεύτηκε σε βυζαντινό έδαφος και διάβασε στην Κωνσταντινούπολη τα ελληνικά βιβλία που αναλύει στη Βιβλιοθήκη του” (...) ”Ενώ η αναγέννηση του ελληνισμού στο Βυζάντιο αγκαλιάζει, προοδευτικά και λίγο πολύ γρήγορα, όλους τους τομείς των αρχαίων γραμμάτων – στους οποίους περιλαμβάνονται και η ποίηση, το θέατρο, η ρητορική, η ιστορία κτλ.–, το Ισλάμ ενδιαφέρθηκε μόνο για τις θετικές επιστήμες και για τη φιλοσοφία, και μάλιστα όχι για όλη τη φιλοσοφία, παρά μόνο για την αριστοτελική λογική και για μερικές πλευρές, λίγο πολύ παραμορφωμένες, του νεοπλατωνισμού. Το Ισλάμ έμεινε έτσι έξω από τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο των Ελλήνων” (P. Lemerle: “Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός”).

Στην πραγματικότητα, ο Ισλαμικός κόσμος ενδιαφέρθηκε κυρίως για τα αρχαία συγγράμματα που άπτονταν των θετικών επιστημών και κάποια επιλεγμένα κομμάτια φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας θεωρήθηκαν προβληματικά ή απαγορευμένα για τη Μουσουλμανική πίστη. Η Ιλιάδα μεταφράστηκε στα αραβικά για πρώτη φορά μόλις στα 1887, στο Κάιρο, από τον Σουλεϊμάν al Bustani, χριστιανό Μαρωνίτη του Λιβάνου. Η αρχαία ποίηση, η τραγωδία, η κωμωδία, ρητορικά κείμενα, καθώς και αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, δεν ενεκρίθησαν από τα Ισλαμικά ιερατεία του Μεσαίωνα και ως εκ τούτου δεν μεταφράστηκαν στα Αραβικά.

Την ίδια περίοδο, όπως είδαμε, όλος αυτός ο πλούτος αποτελεί κτήμα της Βυζαντινής Παιδείας, η οποία εξερχόμενη από τον αιώνα της εικονομαχίας και εν όψει της πρόκλησης ενός διπλού πολιτιστικού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού, θα αντιδράσει με γονιμότητα, δημιουργώντας από τις αρχές του 9ου αιώνα, την πρώτη Βυζαντινή “Αναγέννηση”.

Η πρώτη Βυζαντινή “Αναγέννηση”

“Ως την λατινική κατάκτηση, η Κωνσταντινούπολις ήταν η αναμφισβήτητη πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού πολιτισμού” (Στ. Ράνσιμαν “Βυζαντινός Πολιτισμός”)

Το γεγονός αυτό που επισημαίνει ο Ράνσιμαν, στις αρχές του 8ου αιώνα, αποτελούσε την ζώσα πραγματικότητα του διεθνούς στάτους κβο. Οι τρεις πυλώνες του ευρωπαϊκού Πολιτισμού (αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Ρωμαϊκό δίκαιο, Χριστιανισμός), είχαν ως πρωτεύουσά τους την Κωνσταντινούπολη. Εκεί βρισκόντουσαν οι μεγαλύτερες βιβλιοθήκες και το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ηγούνταν της μελέτης των κλασικών. Εκεί διασώθηκε, ανανεώθηκε και κωδικοποιήθηκε το Ρωμαϊκό δίκαιο και η Νομική σχολή της Κωνσταντινούπολης συνέχιζε να μελετά και να διατηρεί το μονοπώλιο της παραγωγής Νομικών του συγκεκριμένου δικαίου. Εκεί γινόντουσαν οι οικουμενικές σύνοδοι, με τη συμμετοχή ακόμα του Πάπα, που καθόριζαν το Χριστιανικό δόγμα.

Στον αιώνα όμως που ακολούθησε, αναπτύσσονται παράλληλα δύο σημαντικά γεγονότα, που απειλούν να μεταβάλουν αυτό το στάτους κβο. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι η Ισλαμοαραβική επέκταση, με το Χαλιφάτο των Αββασιδών να καταλαμβάνει όλον τον ζωτικό χώρο της Αυτοκρατορίας σε Αν. Μεσσόγειο, Β. Αφρική και να πατάει πλέον και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το δεύτερο είναι η αναγόρευση, από τον Πάπα, του Καρλομάγνου σε “Αυτοκράτορα των Ρωμαίων” (τίτλος που μέχρι τότε άνηκε μόνο στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα) και η δημιουργία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Δύσης.

Το δεύτερο, εκτός από κάποια ζητήματα εδαφικών διαφορών στη Βενετία και θέματα τίτλων στα οποία φρόντισε και ο Καρλομάγνος να είναι διακριτικός, δεν απασχολούσε προς το παρόν ιδιαιτέρως του Βυζαντινούς. Εκτός από μια εκστρατεία του Βυζαντινού στόλου στην Βενετία προκειμένου να διασφαλιστεί η Αυτοκρατορική κυριαρχία στην περιοχή, προτιμήθηκε τα ζητήματα να λυθούν κυρίως δια της διπλωματικής οδού, όπως και έγινε.

Το θέμα όμως της Ισλαμικής επέκτασης ήταν άμεσο και πιεστικό. Ήδη, οι Άραβες είχαν πολιορκήσει δύο φορές την Βασιλεύουσα, την πρώτη μάλιστα για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Οι Άγιοι Τόποι, που απελευθέρωσε με επικούς αγώνες ο Ηράκλειος, είχαν επανακαταληφθεί. Η δε μονοκρατορία του Βυζαντινού στόλου στην Μεσόγειο αμφισβητούταν πλέον δυναμικά από τον Αραβικό στόλο, με πολύ δυσμενή αποτελέσματα στο Βυζαντινό εμπόριο που αποτελούσε την κύρια πηγή πλούτου της Αυτοκρατορίας.

Η πολιτιστική μάχη με το Ισλάμ

Δίπλα στις σκληρές στρατιωτικές μάχες, που είχαν να δώσουν οι Βυζαντινοί απέναντι στον Ισλαμικό επεκτατισμό (3), αναδείχθηκε και άλλη μία: Η πολιτιστική.

Οι Αββασίδες δημιουργούν στη Βαγδάτη και στην Κόρδοβα φημισμένες βιοτεχνίες χαρτιού και αρχίζουν να μεταφράζουν και να σχολιάζουν αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, υπό το πρίσμα πάντα και την αυστηρή λογοκρισία του Ισλαμικού ιερατείου. Αυτό συντελείται σε μία περίοδο που το Βυζάντιο συνταράσσεται από την έριδα της εικονομαχίας. Μέσα σε αυτή την εμφύλια διαμάχη πυρπολείται το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης μαζί με την βιβλιοθήκη του και τους εικονολάτρες καθηγητές του. Το κέντρο της μελέτης και της αναπαραγωγής της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, κινδυνεύει να μετατοπιστεί από τον Χριστιανικό κόσμο στο Ισλάμ.

Με την ήττα των εικονομάχων και την αποκατάσταση των εικόνων και της Ορθόδοξης Θεολογίας, η αντίδραση των Βυζαντινών στην πολιτιστική μάχη με το Ισλάμ, θα είναι άμεση και αποτελεσματική. Ο καίσαρας Βάρδας θέτει υπό την άμεση μεριμνά του την επαναλειτουργία και αναδιοργάνωση του Πανδιδακτηρίου της Πόλης, που ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ευρώπης και έως την εικονομαχία εθεωρείτο το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αυτοκρατορίας αλλά και όλου του γνωστού τότε κόσμου.

“Ο Βάρδας στελέχωσε το Πανεπιστήμιο (Πανδιδακτήριον) με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό και το εγκατέστησε σε αίθουσες του ανακτόρου της Μαγναύρας, τμήμα του οποίου είχε φροντίσει να διατεθεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Πρώτος καθηγητής διορίστηκε ο Λέων ο φιλόσοφος ή Μαθηματικός (790-869), που είχε προηγουμένως διδάξει ιδιωτικά και δημόσια στην Κωνσταντινούπολη για 15 έως 20 έτη (820-838 περίπου) και είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη λόγω της ευρείας μόρφωσής του.

Για τον Λέοντα, ο Αββασίδης χαλίφης Al Mamûn (818-833), ο οποίος είχε πληροφορηθεί την ύπαρξή του από έναν βυζαντινό μαθητή του φιλοσόφου, αιχμάλωτου των Αράβων, προσέφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842) το ποσό των 20 κεντηναρίων χρυσού προκειμένου να τον “δανειστεί” για μερικούς μήνες. Ο Θεόφιλος προτίμησε όμως να αποποιηθεί την προσφορά και να τον διορίσει δημόσιο διδάσκαλο στην πρωτεύουσα, όπου ο Λέων έδινε τακτικά διαλέξεις στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων. Ο Λέων υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο των γραμμάτων τον 9ο αιώνα. Υπήρξε μία μορφή πανεπιστήμονα που ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, την αστρονομία και την αστρολογία, ενώ του αποδίδονται και διάφορες πρακτικές εφαρμογές” (Σπύρος Παναγόπουλος Υπ. Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας και Τέχνης Παν/μίου Πατρών: “Η Ανώτατη Εκπαίδευση στο Βυζάντιο”).

Από εκείνη τη στιγμή και για τους επόμενους αιώνες προβάλει η πρώτη Βυζαντινή “Αναγέννηση” ή η πρώτη περίοδος του Βυζαντινού Ουμανισμού, όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται από τους Βυζαντινολόγους (4).

Οι Αυτοκράτορες θέτουν υπό την ενεργό προστασία τους τις τέχνες και τα γράμματα. Μεγάλοι φιλόσοφοι αναδεικνύονται στους επιστημονικούς και θεολογικούς κύκλους. Η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αναδιοργανώνεται, συστηματοποιείται και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα γεννώνται. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός απαντάει στη βίαιη επέκταση του Ισλάμ προς τη Δύση με τη δική του πνευματική επέκταση βορειοανατολικά, στον Σλαβικό κόσμο. Μέσα σε αυτόν τον οργασμό γεννιούνται γίγαντες του Πνεύματος.

Μορφές της Αναγέννησης

Ο Μιχαήλ Ψελλός, “ο δαιμόνιος αυτός Βυζαντινός που ο Ουίλ Ντυράν ονομάζει Βολαταίρο του Βυζαντίου” (Π. Κανελόπουλος “Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος”), είναι ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος που οργάνωσε τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανδιδακτηρίου, με βάση ένα πρόγραμμα μαθημάτων το οποίο ήταν εμπνευσμένο από την Πολιτεία του Πλάτωνα.

Ο Μέγας Φώτιος, ο εγκυκλοπαιδιστής και μετέπειτα Πατριάρχης, θεωρείται ο κατεξοχήν Αριστοτελιστής φιλόσοφος του Βυζαντίου. Συνέγραψε μεταξύ άλλων την “Μυριόβιβλο” ή “Βιβλιοθήκη”, που αποτελείται από δεκάδες τόμους στους οποίους συγκεντρώνει εκατοντάδες αποσπάσματα και κάνει περίληψη εκατοντάδων βιβλίων από την αρχαία έως τη σύγχρονή του γραμματεία. Χάρη στην “Μυριόβιβλο” γνωρίζουμε συγγραφείς και κείμενα που αλλιώς θα είχαν χαθεί, όπως πολλά άλλα, στην πυρπόληση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.

Ο Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος, μαθητής του Λέοντος, ο οποίος αφού έγινε μοναχός έλαβε το όνομα Κύριλλος, μαζί με τον αδελφό του Μεθόδιο, ανέλαβαν να μεταδώσουν τον Χριστιανισμό στους Σλάβους. Συνέθεσαν το Σλαβικό Αλφάβητο και μετέφρασαν την Αγία Γραφή στα Σλαβικά.

Ο Αρέθας, μαθητής του Φωτίου και μετέπειτα επίσκοπος Καισαρείας. Πέραν του πλούσιου λαογραφικού του έργου, περιέσωσε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κάνοντας παραβολή των κειμένων με τα χειρόγραφα των αντιγραφέων. “Στον Αρέθα χρωστάμε τον κώδικα των έργων του Πλάτωνος που υπάρχει στην Οξφόρδη” (Π. Κανελόπουλος “Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος”).

Την ίδια περίοδο, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος δίνει ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην κατάρτιση εγκυκλοπαιδικών συλλογών. Εκτός από τις εργασίες του ίδιου του Αυτοκράτορα, εκείνη την εποχή συγγράφει ο Σουίδας το λεξικό του και ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς την “Παλατινή Ανθολογία” του.

“Η Βιβλιοθήκη του Φωτίου, η “Ελληνική Ανθολογία”, οι “Εκλογές” του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, η Σούδα, τα σχόλια του Ευσταθίου στον Όμηρο, αντιπροσωπεύουν μεγάλα έργα της φιλολογικής επιστήμης” (Cyril Mango: “Βυζάντιο – Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης”)

Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, εκτός από το αξιόλογο ποιητικό του έργο, θα θέσει μαζί με τον Νικήτα Στηθάτο τις φιλοσοφικές και θεολογικές βάσεις του ησυχασμού, που θα αποτελέσει στην συνέχεια την πεμπτουσία του Ορθόδοξου μυστικισμού.

Ακολουθούν μεγάλες πνευματικές μορφές όπως η Άννα η Κομνηνή, οι αδελφοί Ακομινάτοι, ο Ευστάθιος και δεκάδες άλλοι που θα συνεχίσουν το τεράστιο αυτό έργο έως τη δεύτερη περίοδο του Βυζαντινού Ουμανισμού. Ενδεικτική της αποκορύφωσης της πνευματικής και στρατιωτικής προσπάθειας των Βυζαντινών εκείνης της εποχής, είναι και η συγγραφή του έπους του “Διγενή Ακρίτα”, που πέρασε από τον ανώνυμο ποιητή του στην λαϊκή παράδοση, η οποία ύμνησε τους σκληροτράχηλους αγώνες των Ακριτών κατά του επελαύνοντος Ισλάμ.

Στη συνέχεια, θα δούμε πως οι μεγάλοι φιλόσοφοι αυτής της ξεχασμένης Ευρωπαϊκής “Αναγέννησης”, έθεσαν τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές βάσεις πάνω στις οποίες μπορούν να ακουμπήσουν τα σύγχρονα κινήματα του Ταυτοτισμού και της Παραδοσιοκρατίας.

Σημειώσεις:
1) O όρος “Βυζάντιο”, “Βυζαντινός” κ.λπ είναι νεότερος και δεν χρησιμοποιούταν την εποχή της Αυτοκρατορίας, η οποία επονομαζόταν Ρωμανία ή Νέα Ρώμη. Επειδή όμως πλέον έχει επικρατήσει στους επιστημονικούς κύκλους και γενικώς στο κοινό ο όρος “Βυζαντινή Αυτοκρατορία”, θα τον χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να συνεννοηθούμε καλύτερα.
2) Τα Νοσοκομεία αποτελούν μια εφεύρεση των Βυζαντινών κοινωνικών θεσμών και ξεκίνησαν να λειτουργούν είτε υπό την αιγίδα Μοναστηριακών κοινοτήτων είτε υπό την αιγίδα του Αυτοκράτορα. Παράλληλα, λειτουργούσαν ως ιατρικές σχολές που διέθεταν τεράστιες βιβλιοθήκες μέσα στις οποίες μελετούνταν τα έργα του Ιπποκράτη αλλά και όλων των αρχαίων θετικών επιστημόνων.
3) Οι Άραβες θεωρούσαν τους “Ρούμ” (Ρωμιούς) ακατάβλητους πολεμιστές και εξαιρετικά δύσκολους αντίπαλους. Άραβες συγγραφείς παρομοιάζουν την ικανότητά των Βυζαντινών να ανασυγκροτούνται μετά την ήττα και να αντεπιτίθενται, με την λερναία ύδρα που της έκοβες ένα κεφάλι και ξεπετάγονταν αμέσως άλλο. Οι συνεχόμενες αποτυχίες τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, είχαν δημιουργήσει στον Ισλαμικό κόσμο προφητείες σύμφωνα με τις οποίες η Βασιλεύουσα δεν θα εκπορθούνταν ποτέ εις τους αιώνες.
4) Η δεύτερη περίοδος είναι μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα, μετά το σοκ της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους.

του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Patria, τεύχος 40
Το δεύτερο μέρος της μελέτης βρίσκεται στο τεύχος 41 του περιοδικού Patria,
που κυκλοφορεί στα περίπτερα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου