Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Φως στα άγνωστα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης

 

Στο πολυτελές λεύκωμα των εκδόσεων Καπόν
 
 
 
            Ποιος στάθηκε να θαυμάσει τον Αγιο δεόμενο πάνω από την είσοδο προς τον νάρθηκα με τον κεντημένο χιτώνα, την αραχνοΰφαντη χλαμύδα και τις λευκές του κάλτσες με τα δετά μαύρα πασουμάκια του; Ποιος έχει προσέξει κι εκείνο το απότμημα ψηφιδωτού μπροστά στην είσοδο του θαλάμου των ασθενών που δείχνει το ρόδινο πρόσωπο του νεαρού Αγίου να ακτινοβολεί χρυσό φως από το φωστέφανό του, όπως και τον άγγελο από πάνω του να βγαίνει μέσα από τα πολύχρωμα σύννεφα του ουρανού που θυμίζουν δύση του ήλιου στον Θερμαϊκό Κόλπο;
             Τα εντοίχια ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης είναι «αριστουργήματα ανυπολόγιστης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, αλλά δεν έχουν τύχει της ανάλογης προσοχής», όπως σημειώνει προλογικά ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής στο λεύκωμα «Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης 4ος-14ος αιώνας» (εκδ. Καπόν), την έκδοση του οποίου επιμελήθηκε ο ίδιος υπογράφοντας ένα τμήμα του μαζί με την Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και τη Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη, έφοροι Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης και οι τρεις τους.
 
 
 
 
 
 
 
           Πρόκειται για μια μνημειώδη έκδοση για τη Ροτόντα, τον Αγιο Δημήτριο, τη Μονή Λατόμου, την Αχειροποίητο, την Αγία Σοφία και τους Αγίους Αποστόλους όπου φωτίζονται λεπτομέρειες των ψηφιδωτών τις οποίες πολλοί θα ανακαλύψουν για πρώτη φορά. Γιατί δεν υπάρχουν σχετικές μονογραφίες, ούτε μια καλή σειρά σύγχρονων φωτογραφιών, όπως επισημαίνει ο κ. Μπακιρτζής, ώστε τα ψηφιδωτά αυτά να γίνουν προσιτά στο ευρύ κοινό αλλά και στους μελετητές. Σταθμός για τη φωτογράφηση και ιστορική τεκμηρίωση των σπουδαίων αυτών έργων τέχνης υπήρξαν οι σεισμοί του 1978 στη Θεσσαλονίκη, οπότε η αρμόδια Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ανέλαβε την ευθύνη της στερέωσης και συντήρησής τους.
            «Η τέχνη του εντοίχιου ψηφιδωτού δεν είναι δημιούργημα της χριστιανικής εποχής» όπως κανείς θα νόμιζε. «Τη χρησιμοποίησαν πρώτοι οι Ρωμαίοι», αν και «το στοιχείο αυτό είχε αρχίσει να εμφανίζεται στις τέχνες της όψιμης αρχαιότητας, ιδιαίτερα στη Ρώμη και στην Αίγυπτο, μετά την επαφή του ελληνικού πολιτισμού με την τέχνη της Ανατολής, κάτι που έγινε μετά τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου», γράφει η κ. Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη.
           Τα ψηφιδωτά, όπως και η χριστιανική τέχνη γενικότερα, άντλησαν στοιχεία από την ελληνορωμαϊκή παράδοση, απεικονίζοντας όμως διαφορετικά θέματα και έναν άλλο κόσμο νοητό με εξπρεσιονιστικές μορφές και διαφορετική αντίληψη του χώρου. Τι έχει σωθεί όμως από τα πρώτα δείγματα των εντοίχιων ψηφιδωτών της παλαιοχριστιανικής εποχής και μάλιστα στην πρωτεύουσα του ανατολικού κράτους, την Κωνσταντινούπολη; Σχεδόν τίποτα, μας πληροφορεί η κ. Τσιούμη. «Σημαντικά εντοίχια ψηφιδωτά αυτής της εποχής σώζονται σε τρεις πόλεις: στη Ρώμη, τη Ραβένα και τη Θεσσαλονίκη».
 
 
 
 
 
 
            Στη Θεσσαλονίκη κατά τον 4ο αιώνα φαίνεται πως διέμεναν κατά διαστήματα ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Μέγας Θεοδόσιος, λόγω προβλημάτων από επιδρομές, όπου όμως έκαναν και διάφορα έργα. Τα σωζόμενα παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης (4ου-6ου αιώνα) θα τα ανακαλύψει κανείς στη Ροτόντα. Το τεράστιο ψηφιδωτό στο θόλο του μνημείου αυτού θυμίζει τα έργα της ελληνορωμαϊκής τέχνης. Τελευταία διατυπώθηκε η άποψη ότι η Ροτόντα και η εικονογράφησή της υπήρξε έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Για αρκετά χρόνια γίνονταν έργα συντήρησής τους έτσι ώστε να τα θαυμάζουμε σήμερα.
          Κι αν διαφεύγουν της προσοχής μας π.χ. τα ψηφιδωτά του Αγίου Δημητρίου, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Αχειροποίητο, σε εκείνα τα υπέροχα ψηφιδωτά που στολίζουν τα τόξα της βόρειας και νότιας κιονοστοιχίας του κεντρικού κλίτους. Καθώς μπαίνει ο πιστός από τον εξωτερικό χώρο στον νάρθηκα, η ματιά του προσηλώνεται στα δύο μεγάλα εγκάρσια τόξα της οροφής με τα στεφάνια απ' όπου ξεπηδούν πέρδικες και περιστέρια, λεκανίδες με ψάρια, φρουτιέρες ξέχειλες από σταφύλια, ενώ από τα στεφάνια κρέμονται μήλα, ρόδια και γύρω πουλάκια ραμφίζουν τους καρπούς. Εικόνα παραδείσιας χαράς και ουράνιας τρυφής όπως την περιγράφει και η Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου.
          Η εκδοτική αυτή προσπάθεια μοιάζει άθλος ιδίως στην δύστυχη, από οικονομικής πλευράς, εποχή μας. Ανέλαβαν όμως το έργο αυτό ο Μωυσής και η Ραχήλ Καπόν κινούμενοι από την αγάπη που τους μετέδωσαν οι μελετητές της βυζαντινής τέχνης όχι τώρα, αλλά πριν από 40 χρόνια, όταν πρωτοεπισκέφθηκαν τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης για να γνωρίσουν τα εντοίχια ψηφιδωτά, για τα οποία είχαν εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία ήδη από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Βιβλιογραφία όμως για τους μελετητές δεν υπήρχε. Γι' αυτό η έκδοση αυτή καλύπτει ένα μεγάλο κενό.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου