Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Τοπογραφία Κωνσταντινούπολης - Ναός Αγίας Θεοδοσίας

               
             


           Ο Ναός της Αγίας Θεοδοσίας, ο ναός των ρόδων ήταν βυζαντινός ναός στην Κωνσταντινούπολη.
                    Το 16ο αιώνα μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος και είναι σήμερα γνωστό ως Γκιουλ Τζαμί (τουρκ. Gül Camii). Βρίσκεται στο δήμο Φατίχ και ειδικότερα στη συνοικία Αγιάκαπου, γνωστή κατά τη βυζαντινή περίοδο ως «τα Δεξιοκράτους».

                 Αν και ταυτίζεται με τη μονή της Αγίας Θεοδοσίας, η αρχική αφιέρωση του βυζαντινού ναού δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Έχει επίσης ταυτιστεί με το καθολικό της μονής του Χριστού Ευεργέτη. Ο ναός είναι ένα ψηλό επιβλητικό σύμπλεγμα. Ο τύπος του είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος μετά τρούλου και υπερώων αλλά συχνά κατατάσσεται και στις μεταβατικές τρουλαίες βασιλικές. Ο οκταγωνικός τρούλος του στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς και αποτελεί νεότερη κατασκευή, στη διάρκεια επισκευών μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο νάρθηκας του ναού και τα πλάγια κλίτη έχουν υπερώα.



                  Σήμερα ο ναός βρίσκεται περικυκλωμένος μέσα σε οικισμό. Ο Λεονκλάβιος υποστηρίζει ότι στη μονή φυλάσσονταν το σώμα της Αγίας, και ότι μαζί με άλλα λείψανα οι Οθωμανοί κατακτητές το πέταξαν στους δρόμους κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Κατά μια άλλη εκδοχή, το λείψανο της Αγίας ευρίσκετο στην μονή του Δεξιοκράτους.


                  Είναι ένα μεγάλο, ψηλό και εντυπωσιακό κτίριο. Για τον κτήτορα του ναού δεν αναφέρουν τίποτα οι βυζαντινοί συγγραφείς και είναι παράδοξη αυτή η σιωπή γιατί πρόκειται για έναν ναό μέγιστο. Ο Δούκας εξιστορώντας την άλωση της Πόλης αναφέρει ότι εκείνη τη μέρα Τρίτη 29 Μαϊου 1453 που πάρθηκε η Πόλη γιόρταζε η εκκλησία και ήταν ήδη από την προηγούμενη νύχτα μαζεμένος πολύς κόσμος οπότε αντίκρισαν αυτοί από τους πρώτους τους εισερχόμενους Τούρκους.
                   Ο Λεονκλάβιος παραδίδει πως η εκκλησία μετατράπηκε σε τέμενος με το όνομα «Χασάν πασά τζαμί». Σήμερα ονομάζεται «Γκιούλ τζαμί», δηλαδή «τέμενος του ρόδου». Κατά μία μάλλον ανακριβή παράδοση, ονομάστηκε έτσι επειδή η ημέρα της άλωσης της πόλης στις 29 Μαΐου του 1453 ταυτίστηκε με τον εορτασμό της μνήμης της Αγίας Θεοδοσίας και η εκκλησία ήταν τότε στολισμένη με ρόδα. Χρησιμοποιήθηκε από τους Οθωμανούς ως αποθήκη μηχανημάτων και εφοδίων του οθωμανικού στόλου. Μετατράπηκε σε τέμενος πιθανώς επί σουλτάνου Σελήμ Β' (1566-1574).



 Ο ΘΡΥΛΟΣ 



           Ήταν πολύ αγαπητή η Αγία Θεοδοσία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γι αυτό στις 29 Μαΐου κάθε χρόνο, ημερομηνία που γιορτάζεται η μνήμη της, είχαν τη συνήθεια να στολίζουν τον ναό με τριαντάφυλλα.
          Όπως και τις άλλες χρονιές, έτσι και το 1453, από την παραμονή της γιορτής οι πιστοί κατέκλυσαν τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας με ρόδα. Μόνο που αυτή τη σημαδιακή χρονιά ήταν τόσα πολλά τα λουλούδια που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Εκείνη τη μοιραία νύχτα πλήθη ανθρώπων προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στην εκκλησία για τη σωτηρία της Πόλης, ενώ έξω ακούγονταν απόκοσμα τα τύμπανα του πολέμου.
         Τα χτυπούσαν οι Τούρκοι μπροστά στα τείχη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, προαναγγέλλοντας την τελική επίθεση. Το πρωί της 29ης Μαΐου, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, η Πόλη έπεσε. Οι Τούρκοι στρατιώτες που σάρωναν τα σοκάκια της πόλης εισέβαλαν κάποια στιγμή και στον ναό της Αγίας Θεοδοσίας.
          Μπροστά στη θέα των αμέτρητων τριαντάφυλλων σταμάτησαν έκθαμβοι και πολλοί αναφώνησαν: «Γκιουλ τζαμί, Γκιουλ τζαμί!». Καθώς στα τούρκικα η λέξη γκιούλ σημαίνει τριαντάφυλλο και η λέξη τζαμί εκκλησία, προφανώς είπαν με θαυμασμό: «Να η εκκλησία των ρόδων!».
         Οι Έλληνες της Πόλης, από την εποχή της Άλωσης μέχρι σήμερα, έχουν συνδέσει αυτό το τζαμί με τον τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Λένε ότι σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο εκεί κοντά υπάρχει ένα ανοιχτό μνήμα με μια πέτρα στο προσκέφαλό του, που πιθανόν ανήκει στον αυτοκράτορα.
          Επί αιώνες έβλεπαν το καντήλι του τάφου να καίει και δεν τολμούσαν να ρωτήσουν ποιοι το ανάβουν. Μερικοί λένε ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε δώσει τη διαταγή να μην σβήσει ποτέ η φλόγα του καντηλιού και τα έξοδα του λαδιού να πληρώνονται για πάντα από το δικό του θησαυροφυλάκιο.
          Ο θρύλος με το Γκιούλ τζαμί δεν τελειώνει εδώ, απεναντίας, γίνεται συνεχώς και πιο συναρπαστικός.
         Υπάρχουν πολλοί που συνδέουν κι αυτόν τον τάφο με τον τελευταίο αυτοκράτορα, ο οποίος όπως λένε μπορεί να θάφτηκε εκεί ακέφαλος, αφού το κεφάλι του με διαταγή του σουλτάνου εκτέθηκε για μερικές μέρες σε κοινή θέα επάνω σ’ ένα κίονα κοντά στην Αγία Σοφία. Αν αληθεύει ότι ο σουλτάνος έδωσε στους Έλληνες το σώμα του αυτοκράτορα για ταφή, το πιθανότερο είναι αυτοί να το έθαψαν στον χώρο του ναού της Αγίας Θεοδοσίας που γιόρταζε εκείνες τις ημέρες...





Στα ίχνη του τελευταίου αυτοκράτορα

 
Aναδημοσίευση απο την εξαιρετική σελίδα <<Τι χαμπέρια από την Πόλη>>
 
http://tixamperiaapothnpolh2.blogspot.gr/
 
 
 
 
 
                   Δεν είναι μόνο η καθημερινότητα της Πόλης που με μαγεύει. Πίσω από τις συγκινήσεις, τις βόλτες, τις γεύσεις, τις ευχάριστες παρέες, τον ξέγνιαστο τρόπο ζωής μου και τις περιπλανήσεις μου εδώ, κρύβεται και μια άλλη Πόλη. Η Πόλη των θρύλων και των παραδόσεων. Η Πόλη, που είναι τόση η λάμψη και η μαγεία της, που ορισμένες φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς που τελειώνει το παραμύθι και που αρχίζει η πραγματικότητα. Συλλαμβάνω αρκετές φορές τον εαυτό μου να ακροβατεί σε ένα λεπτό σχοινί που διαχωρίζει αυτές τις δυό διαστάσεις, έτοιμο να χαθεί ανεπιστρεπτί αν η "ακροβασία" δεν γίνει προσεκτικά.
               Μέσα από αυτές τι περιπλανήσεις και τις επαφές με την Πόλη της άλλης διάστασης, σκέφτηκα οτι ήρθε η στιγμή να ''ακουμπήσω'' έναν ακόμα θρύλο. Να περιπλανηθώ στα ίχνη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Στα ίχνη του τελευταίου αυτοκράτορα.

Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ'
                
                Λίγο η περιέργεια, λίγο η καλή έρευνα, λίγο η τρέλα και ο ενθουσιασμός μου, με έφεραν στο Gül Camıi, στο Τζαμί των Ρόδων όπως μεταφράζεται. Πρόκειται για την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας που μερικώς ανακατασκευάστηκε και έγινε τζαμί.

Το Gül Camıi ή η Αγία Θεοδοσία
             Η Αγία Θεοδοσία, εξαιτίας του αγώνα της στην διάρκεια της Εικονομαχίας, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους κατοίκους της Πόλης. Η μνήμη της γιορτάζεται στις 29 Μαίου και υπήρχε το έθιμο να στολίζεται ο ναός της με τριαντάφυλλα. Στις 29 Μαίου 1453, ημέρα Αλώσεως της Πόλης, οι Κωνσταντινουπολίτες είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Θεό. Ανήμερα λοιπόν της Αγίας Θεοδοσίας, η προσέλευση στον ναό ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι άνθρωποι προσεύχονταν ακούγοντας τα τύμπανα των Οθωμανών να δίνουν το σύνθημα για την τελική επίθεση. Τα τριαντάφυλλα και τα άνθη είχαν κυριολεκτικά στολίσει απ'άκρη σ'άκρη τον ναό.' Οταν οι Οθωμανοί μπήκαν στην Πόλη και αντίκρυσαν τον στολισμένο ναό, θαμπώθηκαν από το θέαμα και φώναζαν: Gül Camıi, Gül Camıi, ο τριανταφυλλένιος ναός. Έτσι έμεινε η ονομασία ως τις μέρες μας.
             Ως γνωστόν ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε αποκεφαλισμένος στην μάχη σαν απλός στρατιώτης. Ο σουλτάνος έδωσε διαταγή να βρεθεί το πτώμα του, που αναγνωρίστηκε απο τις επικαλαμίδες και τα αυτοκρατορικά σανδάλια. Δόθηκε εντολή να ταφεί το σώμα του με όλες τις τιμές μα να κρατηθεί μυστικό το μέρος ταφής του. Το πιο λογικό και βολικό ίσως μέρος να γίνει αυτό, ήταν στον τριανταφυλλοστολισμένο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, καθώς ο στολισμός του ήταν κατάλληλος για να δεχθεί τον ενταφιασμό του Έλληνα αυτοκράτορα..

Η όψη απο την ανατολική πλευρά
            Οι πόρτες του τζαμιού ήταν κλειστές. Έπρεπε να περιμένω κάμποση ώρα πριν καταφέρω να βρώ μια λύση για να μπώ μέσα και είχε και αρκετό κρύο, μα τουλάχιστον ο γαλανός ουρανός με παρηγορούσε.
              Έχω μάθει οτι στην περιοχή υπάρχουν πάρα πολλοί τάφοι, Βυζαντινών μα και Οθωμανών. Εμένα πάντως την περιέργεια έχει τραβήξει η αναφορά για έναν τάφο που βρίσκεται στα υπόγεια του ναού και που αναφέρεται σε κάποιον Gül baba, πατέρα των ρόδων! Τελικά μου άνοιξαν και εισήλθα στον ναό. Ένα φυσιολογικό τζαμί εκ πρώτης όψεως. Λιτή διακόσμηση και μόνο με τα απολύτως απαραίτητα για την μουσουλμανική λατρεία.


Ο τρούλος του ναού, απλοικός με χρωματιστά γεωμετρικά σχέδια
                 Έχω ακούσει οτι ο ναός στην ουσία βρίσκεται αρκετά κάτω απο το υπερυψομένο πάτωμα και περιέχει αρκετές στοές και κρυφές πόρτες, καθώς και υπόγειο. Πού τελειώνει άραγε το πραγματικό και πού αρχίζει ο θρύλος σε τούτο εδώ το μέρος, φώναξα και η φωνή μου αντιλάλησε απο παντού. Και σε αυτόν τον ναό η ακουστικότητα ήταν θαυμάσια.
               Ο θρύλος λέει οτι για αιώνες ένα καντήλι σιγόκαιε τις νύχτες στο περιβόλι του ναού και κανείς δεν τολμούσε να ρώτησει για ποιόν ήταν αναμμένο.....
Φυσικά και δε θα με άφηναν ποτέ να κατέβω στα έγκατα του τζαμιού και να αρχίσω να επεξεργάζομαι τον τάφο. Το να πάρει κάποιος άδεια να ανοίξει έναν τέτοιο τάφο σε ένα τέτοιο μέρος είναι πρακτικά αδύνατον.
             Υπάρχει μια αναφορά οτι μια Ελληνίδα καθηγήτρια που εργάζονταν σε πανεπιστήμιο της Ιταλίας, κατόρθωσε να φτάσει ως το υπόγειο και είδε τον τάφο με τα μάτια της. Δεν υπήρχε κανένα όνομα, παρά μόνο μια επιγραφή: «Ενθάδε κείται ο 13ος Απόστολος». Αυτός ο χαρακτηρισμός είχε αποδοθεί για τον Μέγα Κωνσταντίνο.
             Ποιός άλλος μπορούσε να τιμηθεί με αυτόν τον τίτλο;
             Είναι γραμμένο έτσι ώστε να μην μαρτυρήσει το όνομα αλλά να το υπονοήσει;
             Είναι ο 13ος Απόστολος το ίδιο πρόσωπο με τον Πατέρα των Ρόδων;
             Για ποιόν λόγο να βρίσκεται κρυμμένος ένας τάφος στα έγκατα του ναού; Συνήθως για τους Αγίους των μουσουλμάνων δεν συνηθίζεται κάτι τέτοιο.
            Ποιός είναι αυτός ο Πατέρας των Ρόδων, ο Gül baba όπως λέγεται;
   
 
Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά.
              Βρίσκεται κάτω απο τα πόδια μου ο ακέφαλος σκελετός του Αυτοκράτορα;
              Είναι πράγματι εδώ, στον τόσο λιτό χώρο, ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Ελλήνων;
              Αυτά τα ερωτήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο στον νού μου. Κάθισα στο χοντρό χαλί του τζαμιού, έκλεισα τα μάτια μου, απόλαυσα την απόλυτη σιγή και έγινα ένα με τον ναό. Ήμουν εξάλλου μόνος μου.

Το εσωτερικό του Gül Camıi. Είναι άραγε λιγα μέτρα μακριά μου τα ιερά λείψανα του τελευταίου Αυτοκράτορα;
              
                 Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασα εκεί μέσα, μα κάποια στιγμή μου έκαναν νόημα ότι έπρεπε να φύγω για να κλείσουν πάλι. Βγήκα έξω συνεπαρμένος απο τον θρύλο που πλανάται γύρω από το Gül Camıi.
                Δεν έχει σημασία τι πιστεύω εγώ και το τι είναι πραγματικότητα ή παραμύθι.
Εξάλλου ο καθένας έχει τις απόψεις και τα πιστεύω του.
               Έχω πάντως το δικαίωμα να τριγυρνώ στα στενά της Πόλης, να μαγεύομαι, να συνεπέρνομαι και να ονειροπολώ.
                   Εσείς τι θα κάνατε στην θέση μου;

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»

 
                   εικόνα: τοιχογραφία του Αγίου από εκκλησιά στη Μάνη





              Χάρις στις προσπάθειες ενός Αγίου του δέκατου αιώνα, του Νίκωνα του επονομαζόμενου «Μετανοείτε», ενός άνδρα αρμενικής καταγωγής, γεννημένου στο Άργος, που περιπλανιόταν στα βουνά της Λακωνίας κηρύττοντας με επιμονή το Ευαγγέλιο η Σπάρτη και σχεδόν όλη η Πελοπόννησος αντιμετώπισε την επέλαση των Σλάβων ειδωλολατρών.
           Ήταν ένας άνθρωπος με ισχυρή προσωπι
κότητα, αλλά με μια απωθητική αδιαλλαξία. Όταν ο λοιμός έπληξε τη Σπάρτη, αρνήθηκε να μπει μέσα στην πόλη ως την ώρα που εκδιώχθηκαν όλοι οι Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί εκεί τα τελευταία χρόνια. Τότε ήρθε στην πόλη• και ο λοιμός εξαφανίστηκε με μιας. Όταν λίγο αργότερα οι Βούλγαροι απείλησαν την Πελοπόννησο, ο στρατηγός του θέματος τον κάλεσε στην Κόρινθο. Η αίγλη της παρουσίας του εκεί αποκατέστησε το ηθικό όλων και οι Βούλγαροι, δείχνοντας σύνεση, αποχώρησαν. Ήταν ένας ακούραστος θεμελιωτής εκκλησιών, ιδίως μέσα στη Σπάρτη ή κοντά σ’ αυτήν. Όταν πέθανε τον κατέταξαν μεταξύ των Αγίων και οι ευγνώμονες Σπαρτιάτες τον ανακήρυξαν προστάτη τους Άγιο. Σίγουρα είχε κάνει την πόλη το πιο ζωηρό θρησκευτικό κέντρο της επαρχίας, αν και μόλις το 1081, περίπου έναν αιώνα μετά το θάνατό του, η Επισκοπή της Λακεδαίμονος προβιβάστηκε σε Μητρόπολη.
                Sir Steven Runciman, «Μυστράς: Βυζαντινή πρωτεύουσα της Πελοποννήσου»
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Φώτης Κόντογλου - Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

--------------------------------------------------------------------------------
 
 
        Αὔριο Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος «τοῦ Μετανοεῖτε». Τὸν εἴπανε «Μετανοεῖτε», ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
          Πατρίδα τοῦ ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοί του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά. Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ ἐνῶ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ᾿ ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾶ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος. Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ᾿ αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα τοῦ κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποὺ πηγαίνει, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα. Σὰν εἶδε τὸ μοναστήρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Κι᾿ ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὄνομά του. Ὁ Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τὄνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τὄνομα Νίκων. Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατὶ ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾷος καὶ καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστήρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως κ᾿ ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ᾿ εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ᾿ ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι. Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατὶ εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι᾿ ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ᾿ ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του. Πέρασε ἀπὸ βουνὰ ἔρημα, ἀπὸ κρεμνοὺς καὶ καταβόθρες. Τὰ ροῦχα του ἤτανε λερὰ καὶ τριμμένα, τὰ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοῦσε μοναχὰ ἕνα ραβδὶ κ᾿ ἕνα σταυρό. Τρία χρόνια γυροβολοῦσε ἔτσι στὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε λημέρια τῶν ληστῶν, κ᾿ ἔτρωγε χορτάρια. Πολλὲς φορὲς τὸν συναπαντούσανε αὐτοὶ οἱ φονηάδες καὶ τὸν κλωτσούσανε. Μὰ σὰν εἴδανε πὼς στὴν κακία τοὺς ἀποκρινότανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση, τὸν ἀγαπήσανε κι᾿ αὐτοὶ καὶ τὸν τιμούσανε σὰν ἅγιο. Σὰν περάσανε τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὶς πολιτεῖες καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ μετάνοια. Ἤτανε τότε ὡς 36 χρονῶν, κατὰ τὰ 959 μ.X. Ἀφοῦ πέρασε βιαστικὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μπαρκάρησε σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πάγη στὴν Κρήτη, στὰ 961 μ.X., ἐπειδὴ οἱ Ἄραβες εἴχανε ἀλλαξοπιστήσει τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸ σπαθί. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπόρεσε καὶ τοὺς γύρισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Ἐπίδαυρο στὰ μέρη τοῦ Δαμαλᾶ, κ᾿ ἐκεῖ κήρυξε τὴ μετάνοια κ᾿ ἔσωσε ψυχές. Ἀπὸ τὸν Δαμαλᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καΐκι γιὰ νὰ πάγη στὴν Ἀθήνα. Μαζὶ μὲ τὸ καΐκι ποὺ μπῆκε ὁ ἅγιος, ταξίδευε κ᾿ ἕνα ἄλλο γιὰ τὴν Ἀθήνα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα βγήκανε οἱ ναῦτες νὰ πάρουνε νερό. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἤτανε ἔρημο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ ἅγιος εἶπε στοὺς καπετάνιους νὰ μὴ φύγουνε ἀκόμα ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, γιατὶ θὰ πάθουνε. Ὁ ἕνας καπετάνιος ποὖχε τἄλλο τὸ καΐκι δὲν τὸν ἄκουσε κ᾿ ἔφυγε, μὰ κεῖνος ποὖχε μέσα τὸν ἅγιο ἀπόμεινε. Μὰ τὸ καΐκι ποὺ ἔκανε πανιὰ τὸ πιάσανε οἱ κουρσάροι πρὶν φτάξει στὴν Ἀθήνα. Σὰν ἔφτασε ὁ ἅγιος σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρχαία πολιτεία, ποὺ ἦταν ἄλλη φορὰ φημισμένη στὸν κόσμο πλὴν τότε ἤτανε καταντημένη ἕνα χωριό, ἄρχισε τὸ κήρυγμα κ᾿ ἔφερε πολὺν καρπό, γιατὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἤτανε θεοφοβούμενοι. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πῆγε στὴν Εὔβοια, καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ μὲ τὴν ὀχλοβοή, ἕνα παιδὶ ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ κάστρο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον κόσμο, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε, καὶ βάλανε τὶς φωνὲς κ᾿ ἔγινε μεγάλη σύγχυση κ᾿ οἱ γονιοὶ τοῦ παιδιοῦ καταριόντανε τὸν ἅγιο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε ἥσυχα: «Τὸ παιδὶ ζεῖ, δὲν πέθανε». Κι᾿ ἀλήθεια τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπάνω γελαστὸ σὰν νὰ πήδηξε ἀπὸ τὸ μπιντένι, κι᾿ οἱ γονιοί του κι᾿ ὅλος ὁ κόσμος πέσανε καὶ προσκυνούσανε τὸν ἅγιο, καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ἔλεγε πὼς σὰν γλύστρησε καὶ βρέθηκε στὸν ἀγέρα, εἶδε ἐκεῖνον τὸν καλόγερο ποὺ φώναζε «Μετανοεῖτε» νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸ πιάνει στὴν ἀγκαλιά του ὡς ποὺ τὸ κατέβασε μαλακὰ στὴ γῆ. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Εὔριπο, πῆγε στὶς Θῆβες, κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα, ποὺ τὸ λέγανε τότε ὄρος τῆς Μυουπόλεως, κ᾿ ἐκεῖ ἀσκήτεψε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστήρι, ποὺ ἔχτισε ὁ ὅσιος Μελέτιος ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κι᾿ αὐτὸς Ἀνατολίτης. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο, στὸ Ἄργος, στὸ Ναύπλιο, κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἄναβε στὶς καρδιὲς τὸν πόθο τῆς θρησκείας κ᾿ ἔκανε πολλὰ θαύματα, προπάντων ἔγιαινε ἀρρώστους ἀνθρώπους.
         Ἀφοῦ πέρασε ὅλον τὸν Μοριᾶ, κ᾿ ἔφταξε ὡς τὴ Μάνη, πῆρε πάλι τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει στὴ Σπάρτη, ἀπ᾿ ὅπου εἶχε περάσει. Μὰ πρὶν πάγει στὴ Σπάρτη, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκότανε σὲ κάποιο ἔρημο μέρος ποὺ τὸ λέγανε «Μῶρον» καὶ κειτότανε ἄρρωστος καὶ θερμιασμένος. Σὲ λίγες μέρες μαθεύτηκε τὸ καταφύγιό του καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολύς σὲ κεῖνο τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι περιμένανε τὴ γιατρειά τους ἀπὸ τὸν ἄρρωστον. Σὰν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πῆγε στὸ Ἀμύκλι, κ᾿ ἐπειδὴ ἐκείνη ὅλη τὴν περιφέρεια τὴ ρήμαξε τὸ θανατικὸ ἀπὸ λοιμικὴ ἀρρώστια κ᾿ εἶχε πιάσει τὸν κόσμο φόβος καὶ τρόμος, μαζεύθηκε πολὺς λαὸς καὶ πήγανε καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει στὴ Σπάρτη. Ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε πὼς θὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πάψει τὴν ὀργή του, καὶ πὼς θὰ καθίσει στὴ Σπάρτη ὡς ποὺ νὰ πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πῆγε στὴ Σπάρτη, καὶ σὰν ἐμπῆκε στὴν πολιτεία, πὼς σὰν φανερωθεῖ ὁ ἥλιος σκορπᾶ καὶ χάνεται ἡ ἀντάρα, ἔτσι καὶ σὰν φάνηκε ὁ ἅγιος ἔπαψε τὸ θανατικό, κι᾿ ὁ κόσμος ξεκουράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ ἔπεσε σὲ μετάνοια. Ἀπὸ τότε δὲν ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὴ Σπάρτη ὁ ἅγιος, κ᾿ ἡ πολιτεία τούτη ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα του. Ἔχτισε μία μεγάλη ἐκκλησία στὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρεθήκανε τὰ θεμέλιά της κοντὰ στὸ κάστρο τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, κι᾿ αὐτὴ ἡ διαβόητη πολιτεία ποὺ ἤτανε ξακουσμένη στὸν κόσμο γιὰ τὴν παλληκαριά της, καταστάθηκε ἡ καθέδρα τῆς Χριστιανοσύνης μὲ ἄρχοντά της τὸν πράον κ᾿ ἥμερον μαθητὴ τοῦ Κυρίου ποὺ δίδαξε στὸν κόσμο τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ τὴν εἰρήνη. Στὸ μεταξὺ βαφτιζόντανε οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ὑπήρχανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ πλήθαινε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
        Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νίκωνα ἡ μέρα νὰ πληρώσει, σὰν ἄνθρωπος κι᾿ αὐτός, τὸ «κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου», κι᾿ ἀρρώστησε. Μάζεψε λοιπὸν γύρω στὸ κλινάρι του τὰ πνευματικὰ τέκνα του, καὶ τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε πὼς σιμώνει τὸ τέλος του, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ τοὺς στερέωσε στὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου» καὶ παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή του σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ γι᾿ αὐτὸν ὑπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στὰ 998 μ.X., στὶς 26 Νοεμβρίου, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν.
        Τὸ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ὁ λαὸς τὸ τριγύρισε καὶ βούιζε ὅπως κάνουνε οἱ μέλισσες γύρω στὸ κουβέλι. Ὅλοι θέλανε νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ λείψανο, καὶ πολλοὶ παίρνανε ἀπὸ εὐλάβεια κάποιο πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του, ἄλλος ἕνα κομμάτι ροῦχο, ἄλλος λίγες τρίχες, ἄλλος ἔκοβε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ζώνη του νὰ τἄχουνε γιὰ φυλαχτό. Ὁ δεσπότης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο κηδέψανε τὸ τίμιο σκῆνος, ποὺ ἤτανε βαλμένο μέσα σὲ θήκη ἀκριβὴ κι᾿ ἀνάβρυσε ἅγιο μύρο, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, ὑδρωπικοί, παράλυτοι κι᾿ ἄλλοι ποὺ βασανιζόντανε ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του λέγει:
 
 
«Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τῶν Σῶν λειψάνων
ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων
καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεως
τοὺς Σοὶ προστρέχοντας, Πάτερ ἐκ Πίστεως.
Νίκων ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
 
           Ἕνας εὐσεβὴς ἄρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο Νίκωνα, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει χωρὶς νὰ βλέπει τὴν ὄψη του. Φώναξε λοιπὸν ἕνα ζωγράφο καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ ζωγραφίσει τὸν ἅγιο, μὰ ἐπειδὴ ὁ ζωγράφος δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ, ὁ Μαλακηνὸς ἱστόρησε μὲ λόγια ὅσο μποροῦσε στὸ ζωγράφο τί λογῆς ἤτανε ἡ φυσιογνωμία του. Ὁ ζωγράφος πῆγε στὸ ἐργαστήρι του κ᾿ ἔπιασε νὰ κάνει τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κοπίασε πολὺ χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐπιτύχει τὸν ἅγιο ὅπως ἤτανε. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει νὰ μπαίνει ἕνας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μὲ μαλλιὰ μαῦρα κι᾿ ἀνακατεμένα, μὲ μαῦρα ἀχτένιστα γένια, μ᾿ ἕνα κουρελιασμένο παλιόρασο καὶ νὰ βαστᾶ ἕνα ραβδὶ μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη, ποὺ τὸν ἔδωσε στὸ ζωγράφο νὰ τὸν φιλήσει. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιατί εἶναι στενοχωρημένος. Σὰν τοῦ εἶπε ὁ ζωγράφος τὴν αἰτία, τοῦ λέγει ὁ καλόγερος: «Κοίταξέ με, ἀδελφέ, καὶ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἱστορίζεις μοιάζει μὲ μένα σὲ ὅλα». Σὰν τὸν κοίταξε καλὰ ὁ ζωγράφος ἀπόρησε, ἐπειδὴ ἤτανε ἴδιος ὅπως τὸν εἶχε περιγράψει ὁ Μαλακηνός. Γύρισε λοιπὸν τὸ πρόσωπό του κατὰ τὸ σανίδι ποὺ ζωγράφιζε νὰ δεῖ ἂν μοιάζει μὲ τὸ πρόσωπο, ποὺ ἔκανε, καὶ βλέπει πὼς εἶχε τυπωθεῖ ὁ καλόγερος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Τὸν ἔπιασε φόβος καὶ φώναξε «Κύριε ἐλέησον», καὶ σὰν γύρισε νὰ τὸν ξαναδεῖ, δὲν εἶδε τίποτα.
           Ὅπως τὸν εἶδε ὁ ζωγράφος, ἔτσι εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Νίκων στὶς εἰκόνες ποὺ βρεθήκανε κανωμένες ἀπὸ παλιοὺς ἁγιογράφους. Ἡ πιὸ παλιὰ εἰκόνα του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς ἱστορημένη μὲ ψηφιά, μὰ τὸν παριστάνει μὲ μαλλιὰ χτενισμένα. Φαίνεται ὅμως πὼς πιὸ σωστὰ παραστήσανε τὴ φυσιογνωμία του οἱ ζωγράφοι ποὺ τὸν ζωγραφίσανε σὲ ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὰ μέρη τῆς Σπάρτης, ὅπως εἶναι στὸ Παληομονάστηρο τῆς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στὰ 1267, στὴν Παναγία τὴ Χρυσαφίτισσα στὰ Χρύσαφα, στὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἀναβρυτῆς, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Πέρπαινη, κι᾿ ἀλλοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς καὶ μαστορικὲς εἰκόνες του εἶναι καὶ κείνη ποὺ βρῆκα στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα γιὰ νὰ καθαρίσω καὶ νὰ στερεώσω τὶς παλιὲς τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντὰ στὴ μικρὴ τὴν πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἅγιος εἶναι ζωγραφισμένος ὅπως τὸν ἱστορίζει τὸ συναξάρι του, μὲ βουλιασμένα τὰ μάγουλά του ἀπὸ τὴν κακοπάθηση, μὲ ζωηρὰ μάτια, μὲ μαῦρα μαλλιὰ ἀνακατεμένα κι᾿ ἀχτένιστα καὶ μὲ μαῦρα γένια. Ἔτσι τὸν γράφει κι᾿ ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν «Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων»: «Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, ἔχων τὰς τρίχας ἠγριωμένας». Λέγοντας «νέος» θέλει νὰ πεῖ μαυρομάλλης.


Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Βυζαντινή Άρτα - Κόκκινη Εκκλησιά

            
 
 
 
 
 
                Μακριά απ' την κοσμικότητα της παλιάς πρωτεύουσας του Δεσποτάτου, και μέσα στη γαλήνη του Τζουμερκιώτικου ειδυλλιακού τοπίου κτίσθηκε ένα ακόμη εξαίσιο δείγμα βυζαντινής τέχνης, ο περίφημος ναός των Γενεθλίων της Θεοτόκου ή Κόκκινη Εκκλησιά, όπως επικράτησε να λέγεται. Δυστυχώς ο χρόνος εξαφάνισε ακόμη και τα ίχνη του παλιού μοναστηριού που υπήρχε εκεί, παραμένει όμως άθικτος ο περικαλλής ναός -ευχάριστο ξάφνιασμα για τον ταξιδευτή, καθώς, ανηφορίζοντας για τα Τζουμερκοχώρια, μετά από μια καμπή του αυτοκινητόδρομου, αποκαλύπτεται μπροστά του το κόκκινο μαργαριτάρι λουσμένο σ' ένα καταπράσινο φόντο, με μόνη συντροφιά του τ' αηδόνια και τα πετροχελίδονα.
                Βρίσκεται στο συνοικισμό Παλαιοχώρι, λίγο προτού φθάσουμε στο Βουργαρέλι και ακριβώς πλάι στον εθνικό δρόμο Άρτας Τρικάλων. Απ' τους ντόπιους ονομάζεται Κόκκινη Εκκλησιά για την πληθώρα των πλίνθων που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του, από δε τους λόγιους είναι γνωστός ως Παναγία Βελλά, επειδή για ένα διάστημα υπήρξε μετόχι της ακμαίας κάποτε μονής Βελλάς Ιωαννίνων. Η παράδοση μας διέσωσε και την ονομασία "Βασιλομονάστηρο" που ασφαλώς απηχεί την ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο μνημείο και στον οίκο των Κομνηνηδουκάδων δεσποτών της Άρτας.
             Το μοναστήρι αφού για πολλά χρόνια γνώρισε ακμή, μετά έπεσε για άγνωστους λόγους σε αφάνεια, ερημώθηκε και κατάντησε μετόχι της μονής Βελλάς. Αργότερα (στα μέσα του 17ου αιώνα) όταν ιδρύθηκε στο Βουργαρέλι το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, η Κόκκινη Εκκλησιά έγινε μετόχι του και παρέμεινε έτσι ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
              Ο ναός κτίστηκε το 1281 απ' τον πρωτοστράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και τον αδελφό του Θεόδωρο, όταν Δεσπότης της Άρτας ήταν ο Νικηφόρος Α΄, όπως μας πληροφορεί φθαρμένη κτητορική επιγραφή γραμμένη σε τοίχο του εσωτερικού του. 
 


Το εξωτερικό του ναού.
 
             Είναι σταυρεπίστεγος ναός χωρίς τρούλλο στον τύπο των δικιονίων με ποικιλόμορφη στέγη, ανατολικά δε καταλήγει σε τρίπλευρη κόγχη. Θεωρείται βέβαιο ότι αρχικά ο μακρύς ορθογώνιος ναός είχε και τρούλλο, όπως δείχνει η σωσμένη τετράγωνη βάση του. Ο τρούλλος αυτός κατέπεσε και τη θέση του πήρε η σημερινή δικλινής στέγη. Τα σκέλη του σταυρού της στέγης καθώς και οι θόλοι που καλύπτουν το νάρθηκα, καταλήγουν εξωτερικά σε ελλειψοειδή αετώματα που σκεπάζουν από ένα περίτεχνα κοσμημένο ψευδοτρίλοβο παράθυρο. Ο ναός είχε αρχικά πέντε εισόδους, απ' τις οποίες οι τρεις φράχτηκαν και περιορίστηκε το άνοιγμα της δυτικής θύρας του νάρθηκα, όπως εύκολα διακρίνεται στους τοίχους. Η τοιχοδομή του είναι επιμελημένη με κανονικούς πωρόλιθους σε οριζόντιες στρώσεις, κατά το πλινθοπερίβλητο σύστημα.
            Το κυριότερο απ' τα εξωτερικά γνωρίσματα του ναού είναι η μεγάλη χρήση των πλίνθων, είτε ως στοιχείου τοιχοποιίας, είτε -και κυρίως- ως διακοσμητικού στοιχείου. Πλίνθινη διακόσμηση βρίσκουμε σε μεγάλη ποσότητα, αλλά σε περιορισμένη ποικιλία σχεδίων: κυριαρχούν τα επάλληλα τοξωτά πλαίσια και οι οδοντωτές ταινίες, στη νότια δε και την ανατολική πλευρά υπάρχει συνεχής πλατιά ταινία με μαιάνδρους, παρόμοια με εκείνη της Παρηγορήτισσας, του Αγίου Βασιλείου της Αγοράς και του Αγίου Νικολάου της Ροδιάς. Ξεχωριστή θέση στην εξωτερική κεραμοπλαστική διακόσμηση, κατέχει μια αβακωτή ζωφόρος με τετράγωνα πλακίδια σε ρομβοειδή διάταξη που υπάρχει στις πλάγιες πλευρές του κυρίως ναού, αν και τα περισσότερα πλακίδια της βόρειας πλευράς έχουν φθαρεί ή έχουν καταπέσει.
             Εκείνο όμως που τραβάει το βλέμμα του επισκέπτη και δίνει χρώμα στο όλο κτίσμα, είναι τα μεγάλα τοξωτά ψευδοτρίλοβα παράθυρα που δεσπόζουν σ' όλες τις πλευρές και με την πληθώρα των κόκκινων πλίνθων τους δικαιολογούν την προσωνυμία του ναού. Στο παράθυρο της μεσαίας κόγχης του ιερού σώθηκε το αρχικό γύψινο υαλοστάσιο -πραγματικό κομψοτάχνημα, σπάνιο από αρχιτεκτονική και διακοσμητική άποψη. Για λόγους προφύλαξης το υαλοστάσιο αυτό αφαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε απ' το σημερινό βυζαντινό δίλοβο παράθυρο. Κατά τον Σπ. Λάμπρο, παλιά ο ναός ήταν σκεπασμένος με μολύβδινα ελάσματα, τα οποία αφαιρέθηκαν στα χρόνια της επανάστασης -ή και πριν- για πολεμικές ανάγκες.

 


Το εσωτερικό του ναού.
 
              Το κτίσμα εσωτερικά περιλαμβάνει τον τρίκλιτο κυρίως ναό και τον ξεχωριστό νάρθηκα. Ο κυρίως ναός καλύπτεται με θόλους, εκτός απ' την τετράγωνη βάση του μη σωσμένου αρχικού τρούλλου που σκεπάστηκε με δικλινή ξύλινη στέγη. Ο νάρθηκας σκεπάζεται στα μεν άκρα με κυλινδρικούς θόλους στη μέση δε με τυφλό ημισφαιρικό θόλο που κατέπεσε και αντικαταστάθηκε κι αυτός με δικλινή στέγη.
               Η είσοδος στον κυρίως ναό απ' το νάρθηκα κλεινόταν με δύο ωραία ξυλόγλυπτα θυρόφυλλα πιθανότατα του 1296 -τα οποία σήμερα βρίσκονται στο μουσείο.
             Απ' τις τοιχογραφίες του κυρίως ναού σώθηκαν μόνο τμήματα σε δύο στρώσεις, τις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πάνω απ' τη θύρα που οδηγεί στο νάρθηκα. Κάπως καλύτερα διατηρήθηκαν οι τοιχογραφίες του νάρθηκα, με ξεχωριστή την εικόνα της Παναγίας πάνω απ' την είσοδο στον κυρίως ναό. Σ' αυτή την τοιχογραφία κάτω απ' το υποπόδιο της Θεοτόκου, εικονίζονται κεφαλές αγίων αλλά και δύο ζεύγη λαϊκών που δέονται στη Θεοτόκο. Ο ένας άνδρας, ο πρωτοστράτορας Θεόδωρος, στέκοντας δίπλα στη γυναίκα του Μαρία προσφέρει στην Παναγία τρουλλωτό ναό -άρα είναι ο κτήτορας του ναού- ενώ ο άλλος είναι ο αδελφός του κτήτορα Ιωάννης Τσιμισκής με τη σύζυγό του Άννα, όπως μας πληροφορούν επιγραφές γραμμένες πάνω από κάθε ζευγάρι. Οι προσωπογραφίες αυτές που αποδόθηκαν με φυσικότητα κι όχι με τη γνωστή βυζαντινή αυστηρότητα, είναι οι αρχαιότερες της Ελλάδας μέσα σε ναό. Λίγο πάνω απ' τη θύρα που οδηγεί απ' τον κυρίως ναό στο νάρθηκα, υπάρχει γραμμένη πάνω στον τοίχο, σε 12 μισοφθαρμένους στίχους, η κτιτορική επιγραφή. Επειδή στο τέλος της διαβάζονται ευκρινώς τα ονόματα του Δεσπότη της Άρτας Νικηφόρου Α΄ και της συζύγου του Άννας Παλαιολογίνας νομίστηκε - εσφαλμένα - απ' τους πριν τον Ορλάνδο μελετητές, ότι αυτοί ήταν και οι κτήτορες του ναού. Όσον αφορά στη χρονολόγηση των τοιχογραφιών, το πρώτο στρώμα -που περιλαμβάνει και την επιγραφή - είναι σύγχρονο με την κατασκευή του ναού, δηλαδή του τέλους του 13ου αιώνα. Του δεύτερου στρώματος είναι τόσα λίγα τα σωσμένα δείγματα, ώστε δεν μας επιτρέπουν ασφαλή χρονολόγηση.
            Τέλος, απ' το παλιό γύψινο τέμπλο τα λίγα κομμάτια που σώθηκαν δεν είναι αρκετά για ανασύνθεση της αρχικής εικόνας του. Το σημερινό πενιχρό ξύλινο τέμπλο είναι πολύ νεότερη κατασκευή. Δυστυχώς η φθορά του χρόνου δε μας άφησε τίποτε άλλο απ' την παλιά εσωτερική ομορφιά του μνημείου.
             Σήμερα η Κόκκινη Εκκλησιά, παρά τις σοβαρές αλλοιώσεις που τραυμάτισαν την αισθητική του εσωτερικού της χώρου, διατηρεί απείραχτη την εξωτερική της αρχοντιά και εξακολουθεί ακόμη να είναι ένα διαμάντι της βυζαντινής ναοδομίας, όχι μόνο στην περιοχή της Άρτας, αλλά και σ' ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο.
 
Κείμενα και εικόνες από το βιβλίο του Κων/νου Θ. Γιαννέλου «Τα Βυζαντινά Μνημεία της Άρτας»

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Η δημόσια και η ιδιωτική ζωή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα

                      Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν η υπέρτατη πηγή κάθε εξουσίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η ζωή του σχηματικά παρουσιάζει τρεις όψεις: α) οφείλει να υλοποιεί την αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, πηγή και έκφραση της δύναμης και της αυθεντίας, β) είναι ο στρατιωτικός αρχηγός, ο πολέμαρχος και γ) είναι ο αρχηγός της Εκκλησίας. Έτσι, εντεταλμένος από το Θεό να βασιλεύσει ως «ελέω Θεού» ηγεμόνας, επαγρυπνεί πάνω από τα συμφέροντα του Κράτους υπηρετώντας τη Θεία Πρόνοια. Επιπλέον, οι κρατικές υπηρεσίες, οργανωμένες σε ένα αυστηρά ιεραρχικό σύστημα, ήταν δομημένες πάνω στην έννοια της τάξεως, θεμελιώδη αρχή της αυτοκρατορικής πολιτικής, που αντικατόπτριζε την αρμονία του σύμπαντος. Στα πλαίσια αυτά θα εξετάσουμε σε δύο ενότητες τον αυτοκρατορικό βίο, μέσα από τις βασικότερες τελετές ή εκδηλώσεις που τον χαρακτηρίζουν. Στην πρώτη θα ασχοληθούμε με τις αυτοκρατορικές τελετές δημοσίου χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη με εκείνες που άπτονται του ιδιωτικής του ζωής.
 
 
 
 
 
 
II. ΤΕΛΕΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

                Το τελετουργικό της βυζαντινής αυλής δεν μπορεί παρά να προσαρμόζεται στην ιερή εικόνα του αυτοκράτορα. Πληροφορίες για το τελετουργικό αυτό αντλούμε κυρίως από την Έκθεσιν περί βασιλείου τάξεως, του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Η τάξη που επικρατεί στην ουράνια κοινωνία, αποτυπώνεται στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης της ζωής στο παλάτι, η οποία επιτυγχάνεται μέσω μια παγιωμένης εθιμοτυπίας και την ύπαρξη πολλαπλών τελετών για κάθε σημαντική ή μη στιγμή.

                   Η κορωνίδα των βυζαντινών αυτοκρατορικών τελετών ήταν η στέψη του αυτοκράτορα. Με το πέρασμα των αιώνων υπήρξαν αρκετές αλλαγές που αφορούσαν το τελετουργικό της, οι οποίες απηχούσαν το χαρακτήρα που σταδιακά προσλάμβανε το βυζαντινό κράτος. Έτσι, τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου η στέψη είχε έντονο το στρατιωτικό στοιχείο. Είναι η εποχή όπου ο στρατός λειτουργεί ως το αποκλειστικό εκλεκτορικό σώμα, το οποίο διατηρεί την παράδοση του «στρατιώτη αυτοκράτορα». Κατά τον 5ο αιώνα η αναγόρευση και η στέψη του αυτοκράτορα γίνεται παρουσία της Συγκλήτου και των δήμων, με την ενεργό σύμπραξη του Πατριάρχη, ο οποίος τοποθετεί το διάδημα στο κεφάλι του εκλεγμένου. Κατά τον 6ο αιώνα η τελετή αναγόρευσης και στέψης μεταφέρεται από το "Έβδομον", που ήταν στρατιωτικός καταυλισμός, στο ναό της Αγίας Σοφίας. Έναν αιώνα αργότερα η στέψη αποτελεί ξεχωριστή τελετή, η οποία λαμβάνει χώρα στον άμβωνα της Αγίας Σοφίας, με ουσιαστική πλέον συμμετοχή του Πατριάρχη σε αυτήν, προσδιορίζοντας έτσι τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Την ίδια εποχή ορίζεται να συμπίπτουν οι στέψεις των συμβασιλέων με τις μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης (Χριστούγεννα-Πάσχα). Κατά τον 10ο αιώνα η στέψη του αυτοκράτορα περιλαμβάνει επίσημη πομπή προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, παράδοση των συμβόλων εξουσίας από τον Πατριάρχη και Θεία λειτουργία, την οποία ο μονάρχης παρακολουθούσε κρατώντας σταυρό. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ο αυτοκράτορας έμπαινε επικεφαλής της πομπής των διακόνων, που κρατούσαν τα Άγια των Αγίων, και κατέληγε στο βήμα του ιερού όπου ο Πατριάρχης τον ευλογούσε, τον όρκιζε να περιφρουρεί το αμετάβλητο της ορθοδοξίας καθώς και τα δικαιώματα της αυτοκρατορίας και του υπενθύμιζε ότι πρέπει να φοβάται τον Θεό και να μην λησμονεί τον θάνατο. Τον 13ο αιώνα οι αυτοκράτορες της Νίκαιας πρόσθεσαν στο παλιό τελετουργικό και το μυστήριο του Χρίσματος, επηρεασμένοι από το δυτικό τελετουργικό τυπικό. Επίσης, κατά την Παλαιολόγεια περίοδο ο αυτοκράτορας κατέθετε έγγραφη ομολογία πίστης στην Ορθοδοξία και η τελετή στέψης αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της Θείας λειτουργίας.

                Η αυτοκρατορική ακρόαση, τώρα, αφορούσε άλλη μία προκαθορισμένη τελετή, που αποτελούσε την υψίστη τιμή τόσο για τους υπηκόους όσο και για τους κρατικούς αξιωματούχους. Στις περιπτώσεις δε των ξένων απεσταλμένων προσλάμβανε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, με σκοπό τον εντυπωσιασμό τους. Ο αυτοκράτορας, μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, ανυψώνεται με μηχανικά μέσα για να τονιστεί η υπεροχή του έναντι των ξένων ηγεμόνων. Η ακρόαση λάμβανε χώρα από τον 7ο αιώνα και μετά στην αίθουσα της Μαγναύρας.

                Ξεχωριστή τελετή έχουμε, επίσης, κατά την αναχώρηση του αυτοκράτορα από την πρωτεύουσα για ειρηνικό σκοπό. Συνοδευόταν –μεταξύ άλλων- από θεία λειτουργία. Κατά την επιστροφή τον προϋπαντούσε μια αντιπροσωπεία κρατώντας θυμιάματα και αναμμένα κεριά και τον οδηγούσε σε μια εκκλησία, κυρίως στην Αγία Σοφία, πριν καταλήξει σε εορταστικό συμπόσιο.

             Εντυπωσιακές τελετές έχουμε, όμως, μετά την επιστροφή του βυζαντινού ηγεμόνα από νικηφόρες εκστρατείες. Τον υποδέχονταν έξω από την πόλη οι Συγκλητικοί, αντιπροσωπεία της Εκκλησίας και ο Έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως προσφέροντάς του χρυσό στεφάνι. Οι δρόμοι στολίζονταν για να υποδεχτούν εκείνον που κατατρόπωσε τους εχθρούς του κράτους. Πρόκειται για τον "Θρίαμβο", μια ρωμαϊκή συνήθεια που αποτελούσε κατάλοιπο παλαιοτέρων εποχών.

               Στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης ο αυτοκράτορας συμμετείχε ενεργά. Παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, ήταν πάντα παρών στις τελετές υποδοχής αγίων λειψάνων, προσκυνούσε τα λείψανα των εορταζόντων αγίων και έπαιρνε μέρος στις εορτές και τις πανηγύρεις που γίνονταν στη μνήμη τους. Κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα το τελετουργικό περιελάμβανε επισκέψεις σε πτωχοκομεία και γηροκομεία, λήψη της Θείας κοινωνίας, συμμετοχή σε λειτουργίες, ελεημοσύνες, υποδοχή εκκλησιαστικών παραγόντων και του Πατριάρχη, επίσκεψη σε εικονοστάσια και άναμμα κεριών, καθώς επίσης και αναπαράσταση του τελετουργικού του Νιπτήρος, όπου τη θέση του Ιησού έπαιρνε ο ίδιος ο αυτοκράτορας και τη θέση των μαθητών του δώδεκα πένητες. Περιλάμβανε ακόμη, στρώσιμο της Αγίας Τράπεζας, λιβάνισμα, απαγγελία προσευχών και κατάθεση δωρεών στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ενεργή συμμετοχή είχε επίσης σε εορταστικές εκδηλώσεις και λιτανείες, που γίνονταν με αφορμή την γιορτή διαφόρων αγίων.

               Στο πλαίσιο του μοναρχικού πολιτεύματος, ο αυτοκράτορας είναι η κεφαλή της κεντρικής διοίκησης και από αυτόν επιλέγονται όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί και καθορίζεται ο κώδικας της υπαλληλικής δεοντολογίας. Όταν λοιπόν κάθε ενέργεια του βασιλέα χρωματίζεται από μια έντονη θρησκευτική χροιά, είναι λογικό η θρησκευτικότητα αυτή να είναι έκδηλη και στο διοικητικό μηχανισμό. Κάθε δημόσιος λειτουργός, ανώτερος ή κατώτερος, που διοριζόταν από τον αυτοκράτορα με μια απλή προφορική του εντολή (αξίαι δια λόγου, οφφίκια, αρχαί ή ζώναι), δεσμευόταν από όρκο υπαλληλικής αξιοπιστίας, ο οποίος έμενε κατατεθειμένος στα αρχεία του παλατιού και μεταγραφόταν σε ειδικό μητρώο. Ο όρκος για αξιοπιστία, τιμιότητα, προθυμία και ανιδιοτέλεια δινόταν στο όνομα της Αγίας Τριάδας, της Θεοτόκου, των ιερών κειμένων και των αρχαγγέλων και κατέληγε στην τιμωρία που θα επέφερε οποιαδήποτε παραβίασή του. Τιμωρία που δεν εξαντλούνταν στον επίγειο κόσμο, αλλά επεκτεινόταν και στον επουράνιο. Η αλήθεια είναι ότι η παραβίαση του όρκου τιμωρούταν σκληρά, πολλές φορές ακόμη και με θάνατο. Στο πλαίσιο της έντονης θρησκευτικότητας του δημοσιοϋπαλληλικού όρκου, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι επίσκοποι ορίστηκαν να εποπτεύουν την τήρηση των καθηκόντων των επαρχιακών αρχόντων.

                 Οι αξίαι δια βραβείου, αποτελούσαν τιμητικά αξιώματα που απονέμονταν από τον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής, που συνέπιπτε πάντοτε με τις εορτές της χριστιανοσύνης, την ημέρα της Κυριακής ή τον εορτασμό κάποιου επίσημου και χαρμόσυνου γεγονότος. Η απονομή αυτή συνοδευόταν από συνοπτικό λόγο, μέσω του οποίου επικαλούνταν τον όνομα της Αγίας Τριάδας, χάρη της οποίας γινόταν η εκλογή του προσώπου, στο οποίο δινόταν το αξίωμα. Για το λόγο αυτό, το τιμώμενο πρόσωπο, μετά την τελετή, αφού προσκυνούσε τον αυτοκράτορα σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης, πήγαινε στην εκκλησία, όπου άφηνε την τιμητική διάκριση για να λάβει την ευλογία του ιερέα σε ένδειξη επικύρωσης της αυτοκρατορικής απόφασης από τις Θείες δυνάμεις.
 

 
III. ΤΕΛΕΤΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

            Οι κυριότερες τελετές ιδιωτικού χαρακτήρα του αυτοκράτορα ήταν ο γάμος, η γέννηση των παιδιών του, η βάφτιση, τα γενέθλια του και η ταφή του. Ο αυτοκρατορικός γάμος απαιτούσε ιδιαίτερες διαδικασίες. Το βασικότερο μέλημα του αυτοκράτορα και της αυλής του ήταν η εξεύρεση της μέλλουσας συζύγου και αυτοκράτειρας. Για το σκοπό αυτό διοργάνωναν ένα είδος ιδιότυπων καλλιστείων. Οι υποψήφιες απαιτούνταν να έχουν συγκεκριμένα προσόντα όπως: η ευγενική καταγωγή, η παρθενία, καθώς και η φυσική ομορφιά. Η τελευταία κάποιες φορές επισκίαζε όλα τα άλλα, όπως η περίπτωση της Θεοδώρας, συζύγου του Ιουστινιανού, η οποία, καίτοι προερχόταν από την κατώτερη κοινωνικά τάξη, έθελξε με το φυσικό της κάλλος τον νεαρό αυτοκράτορα.

             Όταν η μέλλουσα νύφη έφθανε στην Κωνσταντινούπολη ετύγχανε της υποδοχής στα περίχωρα της πόλεως από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Κατόπιν, συνοδεύονταν στα ανάκτορα όπου πριν το γάμο λάμβανε χώρα η "σπόνζα" που ήταν στην ουσία ο αρραβώνας. Εάν δε, ήταν ετερόθρησκη, μεσολαβούσε το βάπτισμα και η αλλαγή ονόματος. Η γαμήλια τελετή γινόταν συνήθως στην Αγία Σοφία, δίχως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τέλεσης του μυστηρίου σε κάποιον άλλο ναό. Μετά την τελετή οι νεόνυμφοι κατευθύνονταν στα ανάκτορα για να παραθέσουν το γαμήλιο συμπόσιο, με καλεσμένους τους όλους τους ανώτατους αξιωματούχους και τον Πατριάρχη. Ακολουθούσαν τα δώρα που πρόσφερε ο αυτοκράτορας στους υπηκόους του, όπως η φιλοτιμία για να τονίσει την γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία του.

            Εδώ να σημειώσουμε ότι ορισμένες φορές υπήρξαν γάμοι αυτοκρατόρων, οι οποίοι προσέκρουαν στους εκκλησιαστικούς κανόνες. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτέλεσε η τετραγαμία του Λέοντος του ΣΤ’. Ο Λέοντας, στερούμενος διαδόχου, αποφάσισε να νυμφευθεί για τέταρτη φορά τη Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία του είχε χαρίσει λίγο πριν τον Κωνσταντίνο τον Ζ’ τον Πορφυρογέννητο. Ο τότε Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός αρνήθηκε να επικυρώσει αυτή τη σχέση και παραιτήθηκε. Ο νέος Πατριάρχης Ευθύμιος δέχτηκε «κατ’οικονομίαν»αυτόν τον γάμο.

                  Να αναφερθούμε επίσης στο γεγονός ότι οι κόρες του αυτοκράτορα παντρεύονταν κατά κανόνα ευγενείς, ανωτάτους στρατιωτικούς ή αξιωματούχους, στους οποίους δίνονταν διάφοροι βαρύγδουποι τίτλοι. Πολλοί γάμοι, επίσης, των αυτοκρατορικών γόνων με ξένους βασιλιάδες ή πριγκίπισσες, συνδέονταν με την προσπάθεια τόνωσης της εξωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου. Αναφερόμαστε στους "επιγαμικούς δεσμούς".

               Για τη γέννηση, τώρα, των αυτοκρατορικών γόνων υπήρχε ένα ειδικά διαμορφωμένο ανακτορικό διαμέρισμα που ονομάζονταν "πορφύρα". Κατά συνέπεια, τα τέκνα των αυτοκρατόρων που είχαν γεννηθεί στο συγκεκριμένο διαμέρισμα ονομάσθηκαν πορφυρογέννητοι. Ειδικά ο ερχομός στη ζωή αρσενικού παιδιού γέμιζε μεγάλη χαρά το αυτοκρατορικό ζεύγος, διότι πρακτικά, αυτό σήμαινε τη συνέχιση της δυναστείας. Να τονίσουμε εδώ, βεβαίως, το γεγονός ότι η διαδοχή δεν ήταν νομικά κατοχυρωμένη, λόγω του ότι η πεποίθηση για τη Θεϊκή εκλογή του αυτοκράτορα την απέκλειε. Εντούτοις, ο εκάστοτε αυτοκράτορας επιθυμούσε να υποδείξει τον γόνο του ως τον κατάλληλο, ως τον άριστο, βασισμένος στην βυζαντινή αντίληψη για την κληρονομικότητα των καλών ιδιοτήτων.

               Αμέσως μετά τη γέννηση έστελναν αγγελιαφόρους για να αναγγείλουν σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας το σημαντικό αυτό γεγονός. Κατά την πρώτη ημέρα ο Πατριάρχης έδινε την ευχή του στο νεογέννητο. Την τέταρτη μέρα διοργανώνονταν ιππικοί αγώνες, ενώ την επόμενη συγκεντρώνονταν αντιπρόσωποι από την ανακτορική φρουρά, από τους δήμους και από τους πολίτες για να επευφημήσουν και να γνωρίσουν την ονομασία του νεογέννητου. Την όγδοη ημέρα το πήγαιναν στην εκκλησία για να διαβαστεί και πάλι. Έπειτα, λάμβανε χώρα στα ανάκτορα εθιμοτυπική επίσκεψη των κυριών επί της τιμής με ανταλλαγή δώρων και ευχών. Το ίδιο συνέβαινε και με τους ανώτατους αξιωματούχους, όπως οι συγκλητικοί.

              Όσο για τη βάπτιση του πορφυρογέννητου δεν υπήρχε συγκεκριμένη ημερομηνία. Την ημέρα της βάπτισης του παιδιού του αυτοκράτορα οι δρόμοι στολίζονταν με άφθονα λουλούδια και γενικά η Κωνσταντινούπολη ήταν ντυμένη για μία ακόμα φορά στα γιορτινά. Το μυστήριο λάμβανε χώρα συνήθως στην Αγία Σοφία, εκεί που βρίσκονταν το μεγάλο βαπτιστήριο. Στον χώρο αυτό επιτρεπόταν να παραβρεθούν μόνο το αυτοκρατορικό ζεύγος και οι ανάδοχοι. Οι τελευταίοι προέρχονταν από τις τάξεις των ανωτάτων κρατικών ή εκκλησιαστικών λειτουργών. Μετά το πέρας του μυστηρίου το βαπτισμένο παιδί επέστρεφε με συνοδεία πομπής στο ανάκτορο μέσα από τη Χαλκή, όπου κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο λαός ζητωκραύγαζε.

              Να αναφερθούμε επίσης στην επέτειο των αυτοκρατορικών γενεθλίων. Το παλάτι φορούσε πάλι τα γιορτινά του. Ο αυτοκράτορας παρέθετε επίσημο δείπνο στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής που έχτισε ο Ιουστινιανός, γνωστή ως η Τρίκλινος του Ιουστινιανού. Εκεί, οι διάφοροι υπάλληλοι της αυλής, καθώς και οι υπόλοιποι άρχοντες γύριζαν τρεις φορές το τραπέζι του δείπνου και υμνούσαν τον βυζαντινό ηγεμόνα τραγουδώντας τα "βασιλίκια".

              Τέλος, το θάνατο ενός αυτοκράτορα ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο τυπικό κηδείας και ταφής της σορού του. Η ετοιμασία του νεκρού που περιλάμβανε το πλύσιμο της σορού, το σαβάνωμα και τους πένθιμους θρήνους γινόταν όπως τα συνήθη ταφικά έθιμα. Η υπόλοιπη τελετή, όμως, κυλούσε σύμφωνα με το αυτοκρατορικό εθιμοτυπικό. Ο νεκρός στολίζονταν με πολύτιμα ενδύματα, ενώ το φέρετρο ήταν χρυσό και διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Τη στιγμή της εξόδου του φέρετρου ο Πατριάρχης διάβαζε τη νεκρώσιμη ευχή. Η σορός μεταφέρονταν στη Χαλκή για τον τελευταίο ασπασμό από τους συγγενείς και τους ανώτατους άρχοντες. Να σημειωθεί ότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος του απλού κόσμου στο παλάτι. Στη συνέχεια, οι πρωτοσπαθάριοι εναπόθεταν την κλίνη του νεκρού στους ώμους τους και εξέρχονταν του ανακτόρου με προορισμό τον ναό των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος ήταν κατά κανόνα ο τόπος ταφής των αυτοκρατόρων μέχρι τον 10ο αιώνα. Ο απλός λαός, εκτός από το να παρακολουθεί τη νεκρώσιμη πομπή, έραινε με άνθη το αυτοκρατορικό φέρετρο. Με την άφιξη της πομπής στο ναό των Αγίων Αποστόλων άρχιζε η νεκρώσιμος ακολουθία. Μετά το πέρας αυτής αφαιρούσαν το στέμμα από το κεφάλι του θανόντος. Σε αντικατάσταση του στέμματος τοποθετούσαν μια πορφυρή μεταξωτή ταινία. Η τελετή ολοκληρώνονταν με την τοποθέτηση της σορού στην ειδική λάρνακα.
 
 
ΙV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

               Όπως διαπιστώνουμε, βασικός καταλύτης στην ιστορική πορεία του Βυζαντίου υπήρξε ο αυτοκρατορικός θεσμός. Η δημόσια και ιδιωτική ζωή του βυζαντινού αυτοκράτορα χαρακτηρίζονταν από ένα πλήθος τελετών και εκδηλώσεων είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες λάμβαναν χώρα μέσα από μία υποδειγματική τάξη, που είχε σκοπό να υπενθυμίσει την ουράνια τάξη και αρμονία. Η εκλογή του από το στρατό κατά τους πρώτους αιώνες έχει τις καταβολές της στο ρωμαϊκό παρελθόν. Αργότερα, στην εκλογική διαδικασία θα παίξει ενεργό ρόλο η σύγκλητος ή και ο λαός. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η εκλογή εκλαμβάνονταν ως αποτέλεσμα της Θείας επιφοίτησης. Ο ίδιος, βέβαια, επιθυμούσε την κληρονομική διαδοχή στα πλαίσια της δυναστικής σταθερότητας που εξασφάλιζε. Όπως και να έχει, όμως, η ουσία παραμένει η ίδια. Ο αυτοκράτορας αποτελεί την αντανάκλαση της Θεϊκής εξουσίας στη γη. Με την παρουσία της Θείας Χάρης ασκεί την εξουσία του. Λειτουργεί ως ο εκλεκτός του Θεού και αποτελεί τον ύπατο αντιπρόσωπό του σε αυτόν τον κόσμο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Σ. Ευθυμιάδης, Β. Πέννα κ.ά, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

2.H.-G. Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990.

3.A. Guillou, O Βυζαντινός Πολιτισμός, Μετάφραση Paolo Odorico, Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.


Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Η συνοικία των Γενουατών - Γαλατάς, Πέραν

 του Θάνου Δασκαλοθανάση





Γαλατάς, Πέραν
                       Το αρχικό όνομά της περιοχής ήταν Συκεαί, ενώ επίσης αποκαλούνταν "Πέραν εν Συκεαίς" από όπου προήλθε και η ευρύτερη ονομασία Πέραν. Περίπου από το 425 αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Κωνσταντινούπολης, διαθέτοντας θέατρο και δημόσια λουτρά, ενώ το 528 οι Συκεαί μετονομάστηκαν σε Ιουστινιανούπολη.
                         Ο Γαλατάς-Πέραν, κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, είχε το ρόλο λατινικής αποικίας εντός της Πόλης. Η πρώτη συμφωνία για παραχώρηση εμπορικών προνομίων προς τη Γένουα κατά τη Βυζαντινή περίοδο ανάγεται στο 1155. Μέχρι τότε στην Κωνσταντινούπολη είχαν ήδη δημιουργηθεί οι παροικίες της Βενετίας και της Πίζας, που απολάμβαναν αντίστοιχα προνόμια.          
                      Αρχικά βρισκόταν υπό ενετική κυριαρχία αλλά το 1160 εγκαταστάθηκαν Γενοβέζοι στην περιοχή με την έγκριση του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού, που ήθελε να αποκτήσει συμμάχους και ερείσματα στην Ιταλία σαν αντίβαρο της παρουσίας των Νορμανδών αλλά και του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α΄.Στους Γενουάτες προσφέρθηκαν εμπορικά προνόμια, αντίστοιχα με των άλλων ιταλικών πόλεων στην Κωνσταντινούπολη (παραχώρηση μιας συνοικίας και μείωση του κομμέρκιου σε 4 τοις εκατό), με αντάλλαγμα τη συμμαχία με το βυζαντινό κράτος και την υπόσχεση ότι οι Γενουάτες έμποροι σε βυζαντινά εδάφη θα ενίσχυαν την άμυνα της αυτοκρατορίας σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση.
                      
                   Από χρονικό αυτό σημείο και μέχρι την άλωση από τους σταυροφόρους,οι Γενουάτες άλλοτε θα εκδιώχνονται και θα χάνουν τα προνόμια τους και άλλοτε θα επανέρχονται με ακόμη περισσότερα προνόμια, μέσα σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμών,συμφερόντων και πολιτικών ανατροπών. Πιο συγκεκριμένα:


• Το 1162 μέλη του Δήμου των Πράσινων επιτέθηκαν και λεηλάτησαν τη συνοικία, ενώ οι Γενουάτες έμποροι εκδιώχθηκαν από την πόλη.
• Από το 1164 γίνονται προσπάθειες να επανέλθουν, κάτι που επιτυγχάνεται το 1170 με χρυσόβουλο του Μανουήλ A'. Εγκαθίστανται στη νότια ακτή του Κεράτιου κόλπου, στις γειτονιές του Νεωρίου και των Ευγενίου. Η περιοχή περιλάμβανε μια προβλήτα στον Κεράτιο κόλπο και το παλάτι του Βοτανειάτη ή Καλαμάνου, το οποίο μέχρι τότε ανήκε στους Βενετούς.
• Η άμεση αντίδραση των Βενετών, των οποίων τα συμφέροντα θίγονταν από αυτές τις παραχωρήσεις, ήταν να επιτεθούν και να καταστρέψουν τη γενουατική συνοικία το 1171. Τελικά εκδιώχνονται οι Βενετοί, η Γένουα αξιώνει αποζημιώσεις από τον αυτοκράτορα, κάτι που ενοχλεί τους ντόπιους εμπόρους που νιώθουν να απειλούνται από την παρουσία των ξένων.
• Ο Ανδρόνικος A' Κομνηνός (1183-1185) ανεβαίνει στο θρόνο στηριζόμενος στα αντιλατινικά αισθήματα του λαού της Κωνσταντινούπολης. Τον Απρίλιο του 1182 ξεσπούν επεισόδια εναντίον των Λατίνων της πόλης, με τη συνδρομή στρατιωτών του Ανδρονίκου, και γίνονται μεγάλες καταστροφές. Μεγάλο μέρος της γενουατικής παροικίας θανατώνεται, ενώ οι επιζώντες εγκαταλείπουν την πόλη με τα πλοία τους.
• Το 1192 επιβεβαιώθηκαν και πάλι με χρυσόβουλο τα εμπορικά προνόμια της Γένουας στην Κωνσταντινούπολη, αφού μάλιστα τους δόθηκαν αποζημιώσεις για τις προηγούμενες καταστροφές.
• Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος (1195-1203) προς στιγμήν αφαιρεί τα προνόμια των Γενουατών και συλλαμβάνει αρκετούς. Ωστόσο στον ανταγωνισμό με τη Βενετία, η Γένουα πρόβαλλε ως φυσικός σύμμαχος και σύντομα ο Αλέξιος Γ΄ αναγκάστηκε να άρει τα μέτρα εναντίον της.
• Τον Οκτώβριο του 1201, λίγο πριν από την έναρξη της Δ΄ Σταυροφορίας, παραχωρείται στους Γενουάτες μεγαλύτερη έκταση για τη συνοικία τους και μειώνεται το κομμέρκιο σε 2 τοις εκατό.
                  
                   Κατά τη διάρκεια της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-1261) η Βενετία θα αναδειχτεί η κυρίαρχη εμπορική δύναμη, εξασφαλίζοντας το προνόμιο του εμπορικού μονοπωλίου στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Ο κυβερνήτης των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη, ο επονομαζόμενος ποτεστάτος (podestà), έλεγχε την κατάκτηση και εκμετάλλευση των εδαφών των νησιών του Αιγαίου, της ακτογραμμής της Πελοποννήσου και της Μαύρης θάλασσας, μέχρι τη μακρινή Τανάιδα (Tanais) στις εκβολές του ποταμού Ντον, στην Αζοφική θάλασσα.
                     Οι Γενουάτες της συνοικίας του Γαλατά θα περιοριστούν σε δεύτερο ρόλο και η αμοιβαία έχθρα με τους Βενετούς θα κορυφωθεί. Θα εκμεταλλευτούν τα εχθρικά αισθήματα των Βυζαντινών εναντίον της Βενετίας και θα εξασφαλίσουν στενές σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας.
                  Με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την παλινόρθωση της αυτοκρατορίας το 1261, θα βρεθούν σε πλεονεκτική θέση, κάτι που θα επιβεβαιωθεί με την υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου στις 10 Ιουλίου του 1261, με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282), ο οποίος παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του παρείχαν στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
                  Μετά την ανακατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, οι Γενουάτες εγκαταστάθηκαν στο Γαλατά, στην ανατολική ακτή του Κεράτιου κόλπου, ο οποίος λόγω της προνομιακής του θέσης εξελίχθηκε γρήγορα στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Γένοβας στην Ανατολή. Οι Γενουάτες επωφελούμενοι από τη συνθήκη του Νυμφαίου εμφανίζονται στα τέλη του 13ου αιώνα σε πολυάριθμα λιμάνια του Αιγαίου: Ραιδεστό, Θεσσαλονίκη, Λήμνο, Χίο, Φώκαια, Σμύρνη, Αδραμύττιο, Ρόδο κ.ά.
                Με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1302 οι Γενουάτες στο Πέραν είχαν το δικαίωμα να σηκώσουν οχυρωματικά τείχη. Αργότερα χτίστηκε ο κυκλικός πύργος (το 1348), καθώς και το ανάκτορο του Γενουάτη podestà. Ο Πύργος του Γαλατά ήταν το βορειότερο παρατηρητήριο και ο κύριος αμυντικός πύργος της οχύρωσης.
                 Μέχρι το 1453, όταν η βυζαντινή πρωτεύουσα καταλήφθηκε από το σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, η γενουατική συνοικία στο Πέρα βρισκόταν σε άνθηση Επικεφαλής ήταν ένας podestà, επιλεγμένος από τη μητρόπολη και διορισμένος ως πρέσβης στο ανάκτορο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Πληθώρα δημόσιων συμβολαιογραφείων, τραπεζών, αποθηκών και εμπορικών πρακτόρων βρίσκονταν στο Πέρα.
                  Μεγάλες επιχειρηματικές οικογένειες από τη Γένουα εγκαταστάθηκαν στο Πέρα και άνοιξαν τις δικές τους τράπεζες, εμπορικά και συμβολαιογραφικά γραφεία με τους πολυάριθμους αντιπροσώπους τους και μεσάζοντες που δούλευαν με τις παροικίες στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας. Συμβολαιογραφικά έγγραφα που σώζονται δείχνουν τον υπερβολικά μεγάλο τζίρο, που ανερχόταν στα 200.000 δουκάτα ετησίως. Δείγματα τέτοιων εγγράφων αποτελούν οι συμβολαιογραφικές πράξεις των μεγαλεμπόρων και τα λογιστικά βιβλία από τις γενουατικές γαλέρες. Πλοία από διάφορες γενουατικές παροικίες της βόρειας ακτής της Μαύρης θάλασσας και από τις εκβολές του Δούναβη, αλλά κυρίως από την Τραπεζούντα κατέληγαν στο λιμάνι του Πέρα. Από εκεί τα αγαθά που έφθαναν από τις χώρες της Μαύρης θάλασσας επανεξάγονταν στη Γένουα: σιτάρι, ζωικό λίπος, κερί, ακατέργαστο και επεξεργασμένο μετάξι, φίνα υφάσματα και πολυτελή αγαθά από την Ανατολή, στυπτηρία για τη βαφή των υφασμάτων, γούνες, αλάτι και δούλοι από τις ταταρικές χώρες.
                     Οι προσπάθειες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων να περιορίσουν τη μετατροπή της γενουατικής παροικίας σε μία ανεξάρτητη και αυτόνομη διοικητικά οντότητα στάθηκαν ανεπιτυχείς. Η γενοβέζικη συνοικία αναπτύχτηκε και γιγαντώθηκε αποτελώντας ένα ιδιότυπο κράτος απέναντι από την Πόλη με μεγάλη οικονομική, εμπορική και πολιτική δύναμη.
                    Οι πρώτες εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Γενουατών και Οθωμανών ανάγονται στο 1352, πολύ πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Τα γενουατικά πλοία μετέφεραν οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις το 1421 και το 1444, προκειμένου να πολεμήσουν ενάντια στους χριστιανούς. Οι εμπορικές σχέσεις και συμφωνίες συνεχίστηκαν και μετά την άλωση της Πόλης.
                  Kατά την οθωμανική πολιορκία του 1453 οι Γενοβέζοι του Γαλατά επίσημα είχαν κηρύξει ουδετερότητα, μυστικά συνέχιζαν τις εμπορικές τους δουλειές και με τους Βυζαντινούς αλλά και με το τουρκικό στρατόπεδο, πουλώντας διάφορες προμήθειες, κυρίως λάδι που ήταν απαραίτητο για τα κανόνια. Ο ίδιος ο σουλτάνος δεν ήθελε να ταράξει αυτήν την περίεργη ουδετερότητα με μια επίθεση εναντίον τους γιατί υπήρχε πάντα ο κίνδυνος της αποστολής μεγάλης ιταλικής βοήθειας. Αυτή η διπλή στάση της γενοβέζικης κοινότητας ισορροπούσε σε ένα τεντωμένο σκοινί, με ανοιχτούς διαύλους πληροφοριών και προς τα δυο μέρη. Η οξύτατη αντιπαλότητα και ο ανταγωνισμός τους με τους Βενετούς δημιουργούσε ένα άσχημο κλίμα που είχε δυσμενείς συνέπειες στην άμυνα της Πόλης. 

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ANANEOYMENH EΛΛHNIKOTHTA, του Χρήστου Γιανναρά


ANANEOYMENH EΛΛHNIKOTHTA                                                              
                                                                                                                                  Χρήστου Γιανναρά   Από το βιβλίο «Ελληνορθόδοξη Παράδοση. Ρίζωμα και Προοπτική».

Επιλογή κειμένων και επιμέλεια Π. Χολέβας

                         
Η γέννηση της πάνοπλης Αθηνάς από την κεφαλή του Διός, ενώπιον του Ηφαίστου. Μικρογραφίες από το έργο «Συναγωγή και εξήγηση ιστοριών» του Αγίου Γρηγορίου. Κωδ. 14 (Συλλογή Παναγίου Τάφου), φ. 312α, 11ος αιώνας . Πατριαρχική Βιβλιοθήκη Ιεροσολύμων
 
 
 
 
                   To δυσεπίλυτο πρόβλημα ορισμού της ελληνικότητας διαιωνίζεται στο νεοελληνικό κρατίδιο ως σήμερα. Υπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, πού θεωρούν υποτιμητική κάθε επιμειξία του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και αμφισβητούν πεισματικά την ελληνικότητα της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας. Όπως υπάρχουν και κάποιοι χριστιανοί διανοούμενοι, με ιδεολογικά επεξεργασμένη πίστη, πού προτιμάνε το όνομα του «Ρωμιού» και της Ρωμιοσύνης στη θέση του Έλληνα και της ελληνικότητας. Υπήρξε και νεοέλληνας Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, πού δεν δίσταζε να μιλάει για τις πολλαπλές υποδουλώσεις πού γνώρισαν οι Έλληνες: πρώτα στους Ρωμαίους, ύστερα στους Βυζαντινούς και μετά στους Τούρκους!...
                      Δεν είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τη σχέση του Ελληνισμού με τη Δύση στα νεώτερα χρόνια, χωρίς να διατυπώσουμε καταρχήν μια πρόταση εξόδου από την πελώρια αυτή σύγχυση πρόταση κάποιου ορισμού της ελληνικότητας. Η πρόταση είναι να δούμε την Ελλάδα όχι καταρχήν ως ΤΟΠΟ, αλλά καταρχήν ως ΤΡΟΠΟ του βίου. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι ο Ελληνισμός απέκτησε γεωγραφικά σύνορα για πρώτη φορά στον 19° αιώνα μόλις πριν από εκατόν εξήντα χρόνια. Και ότι αυτά τα σύνορα του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου πού προέκυψε από την επανάσταση ενάντια στους Τούρκους άφηναν απέξω τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
                    Η αρχαία Ελλάδα δεν είχε ενιαία κρατική υπόσταση, ούτε και σύνορα. Ήταν το σύνολο των «ελληνίδων πόλεων», ανεξάρτητες πόλεις κράτη, πού απλωνόταν από την Μακεδονία ως την Κρήτη και από την Ιωνία ως την Σικελία, την κάτω και κεντρική Ιταλία. Οι πόλεις αυτές αναγνωρίζονταν ως «ελληνίδες» όχι μόνο για την κοινή τους ελληνική γλώσσα, αλλά και για τον κοινό τρόπο του βίου, δηλαδή τον κοινό πολιτισμό τους [Η κοινή ελληνική συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικά έκδηλη στις περιπτώσεις των κοινών εορτών και αγώνων (στην Ολυμπία, στην Νεμέα, στον Ισθμό της Κορίνθου και στους Δελφούς), όπου μόνο Έλληνες μπορούσαν να συμμετάσχουν, ανεξάρτητα από την πόλη καταγωγής τους] θα απαιτούσε μια εκτενή ανάπτυξη το περιεχόμενο της λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, αλλά και μόνο η ταύτιση με τον ΤΡΟΠΟ του βίου μπορεί να είναι ένας καταρχήν ορισμός.
                 Στον 4° π.Χ. αιώνα ο Μέγας Αλέξανδρος ενώνει κάτω από τη στρατιωτική του ισχύ τις περισσότερες ελληνίδες πόλεις, προκειμένου να επιχειρηθεί μια μεγαλεπίβολη εκστρατεία εναντίον των Περσών. Κατατροπώνει τους Πέρσες, αλλά συνεχίζει την εκστρατεία του ως την Βακτριανή και τις Ινδίες. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται την κατάκτηση αυτών των απέραντων περιοχών από τις νότιες ακτές της Κασπίας ως την Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αίγυπτο και ως τον Ινδικό ωκεανό είναι να ιδρύει παντού καινούργιες ελληνίδες πόλεις, πού μεταφέρουν τον ελληνικό ΤΡΟΠΟ του βίου σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι γεννιέται ο «μέγας κόσμος» της ελληνικής οικουμένης ένα εκπληκτικό φαινόμενο πολιτισμικής έκρηξης πού δεν έχει το όμοιο στην Ιστορία.
                Όταν αργότερα η Ρώμη, ακολουθώντας το όραμα του Αλεξάνδρου, θα ενοποιήσει με τις δικές της κατακτήσεις και κάτω από το δικό της διοικητικό σύστημα ένα μεγάλο μέρος των εξελληνισμένων από τον Αλέξανδρο περιοχών, το κοινό και συνεκτικό στοιχείο της αυτοκρατορίας της θα παραμείνει ο ελληνικός πολιτισμός. Συνειδητοποιούμε όχι μόνο την έκταση, αλλά και το βάθος ή την ποιότητα εξελληνισμού της ρωμαϊκής «οικουμένης», όταν διαβάζουμε τα ελληνικά κείμενα ενός φανατικά συντηρητικού Εβραίου: τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Οι Εβραίοι ήταν λαός πού αντιστάθηκε σθεναρά και με αιματηρό τίμημα στον εξελληνισμό του, και ο Παύλος άνηκε στην πιό συντηρητική κοινωνική ομάδα των Εβραίων, στους Φαρισαίους. Κι όμως ο εθνοφυλετικός συντηρητισμός του δεν τον εμποδίζει να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, τις ελληνικές φιλοσοφικές έννοιες, αλλά και κάποιους Έλληνες συγγραφείς, με μια ευχέρεια πού δύσκολα θα την συναγωνιζόταν οποιοσδήποτε Αλεξανδρινός ή και Αθηναίος της εποχής του.
                 Από τον 2° κιόλας π.Χ. αιώνα, η ίδια λατινική αριστοκρατία της Ρώμης προτιμάει στις κοινωνικές αναστροφές τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και όταν τον 1° μ.Χ. αιώνα ο Παύλος και πάλι γράφει την επιστολή του προς Ρωμαίους, δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει τα Λατινικά.
                 Δυόμισυ αιώνες αργότερα, η πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυΐα του Διοκλητιανού θα διακρίνει ότι το κέντρο των ιστορικών εξελίξεων έχει οριστικά μετατεθεί στην ελληνική Ανατολή, γι' αυτό και θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του στην Νικομήδεια. Έτσι έχει προετοιμασθεί και το τολμηρό εγχείρημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου να μεταθέσει το κέντρο της αυτοκρατορίας σε μιά καινούργια ελληνική πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη, πού ο λαός θα την αποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.
                Με κέντρο πια την Νέα Ρώμη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα διανύση μια θαυμαστή σε κάθε φάση της ιστορική διαδρομή ολόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, η πολιτισμική της ταυτότητα δεν είναι ούτε αμιγώς ρωμαϊκή, ούτε αμιγώς ελληνική. Είναι το χριστιανικό στοιχείο πού πρωτεύει, και μάλιστα η εμμονή και πιστότητα στην ορθόδοξη πρωτοχριστιανική παράδοση. Με άξονα βίου την ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης, του κόσμου και της Ιστορίας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα αναχωνεύσει οργανικά και δημιουργικά τη ρωμαϊκή παράδοση του δικαίου και της διοίκησης, και παράλληλα την ελληνική φιλοσοφία και τέχνη. Μετά τον 6° αιώνα θα είναι και επίσημα μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία, και μετά τον 10° αιώνα θα υιοθετήσει και τους όρους Έλληνας και ελληνικός, φορτισμένους πια με αξιολογικό περιεχόμενο, για να αντιπαρατάξει τη δική της πολιτισμική ταυτότητα στον καινούργιο πολιτισμό πού γεννιέται στην κατακτημένη από βάρβαρα φύλα και φυλές Δύση.
                  Αυτοί οι καινούργιοι κάτοικοι της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, παρ' όλο πού έχουν υποτάξει και εξουθενώσει τους λατινόφωνους Ρωμαίους, φιλοδοξούν να σφετερισθούν, με την λογική της γεωγραφικής οριοθέτησης, τον τίτλο και την ιστορική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γι' αυτό και αρνούνται το όνομα του Ρωμαίου στους πολίτες της ανατολικής και εξελληνισμένης αυτοκρατορίας. Τους αποκαλούν χλευαστικά «Γραικούς», και από τον 17° αιώνα η ιστοριογραφία τους θα επινοήσει το πρωτοφανές όνομα Βυζάντιο και «Βυζαντινός». Βέβαια το Βυζάντιο υπήρξε ιστορικά: ήταν η πολίχνη στις ακτές του Βοσπόρου αρχαία ελληνική αποικία πού στην θέση της ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Νέα Ρώμη. Αλλά είναι φανερό ότι η ανάκληση του παλαιού τοπωνυμίου ενδιέφερε τους Δυτικούς μόνο για να υποκατασταθεί το όνομα της Νέας Ρώμης. Για τους ελληνόφωνους Ρωμαίους, ακόμα ως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το όνομα «Βυζαντινός» θα ήταν μάλλον ακατανόητο θα ηχούσε τόσο παράλογα, ως αν αποκαλούσε κάποιος τον σημερινό κάτοικο της Ελλάδας «Πλακιώτη» (από το όνομα της παλιάς συνοικίας πού γύρω χτίστηκε η καινούργια πόλη των Αθηνών). Και όμως το αυθαίρετο επινόημα των Δυτικών κυριάρχησε τελικά, και είναι σήμερα καθιερωμένο στην κοινή συνείδηση και στην ιστορική επιστήμη.
                   Στο μεταξύ, στον 2° π.Χ. αιώνα ως τον 19°, η γεωγραφική περιοχή όπου άνθισαν οι αρχαίες ελληνίδες πόλεις, γνώρισε διαδοχικά περίπου δεκαεπτά επιδρομές βάρβαρων φύλων και φυλών. Από τις παραδουνάβιες περιοχές ως την Κρήτη, και από την νότια Ιταλία ως τα βάθη της Μ. Ασίας και τον Πόντο, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δοκιμάστηκαν σκληρά επί αιώνες από αυτά τα αλλεπάλληλα κύματα των κατακτήσεων, πού σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες επιμειξίες με τους γηγενείς Έλληνες. Έτσι, οποιοσδήποτε ισχυρισμός διά φυλετική ομοιογένεια και «καθαρότητα αίματος» των νεώτερων Ελλήνων θα είχε ερείσματα μάλλον περιορισμένα ή συγκεχυμένα, και σε μεγάλο ποσοστό θα ήταν μόνο ρομαντική αυθαιρεσία. Αλλά το ιστορικό παράδοξο είναι αυτό πού με την ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ο στρατηγός Μακρυγιάννης τον 19° αιώνα: «ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε τους Έλληνες και δεν μπορούνε, τρώνε από μάς και μένει και μαγιά». Αυτή η «μαγιά» των ελληνίδων πόλεων και αργότερα των κοινοτήτων, μέσα από τις κατακτήσεις και επιμειξίες, έσωζε τελικά την ελληνική ιδιαιτερότητα: τη γλώσσα, τη νοοτροπία, την ελληνική νοηματοδότηση του κόσμου και της ζωής από κάποια εποχή και μετά αναχωνευμένα όλα στην εκκλησιαστική ορθοδοξία.
               Βέβαια μια τέτοια «μαγιά» δυναμικής και αδιάκοπα ανανεούμενης ελληνικότητας δεν ανιχνεύεται με αναφορά σε γενεολογικά δέντρα στη συνεχή ιστορική διαδοχή οικογενειών και ονομάτων. Ανιχνεύεται στη λαϊκή ποίηση, στο λαϊκό ήθος, στον τρόπο πού έχτιζαν και εικονογραφούσαν τις εκκλησίες ως την πιο απομακρυσμένη ελληνική κοινότητα, ανιχνεύεται στη μουσική, στις λαϊκές φορεσιές, στα προικοσύμφωνα και στα συνεταιρικά συμβόλαια.
                   Κυρίως στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ήταν η ΠΡΑΞΗ της ζωής, έκφραση της κοινής εκκλησιαστικής πίστης (όχι ιδεολογικά ή φυλετικά κριτήρια), πού ξεχώριζαν τον ορθόδοξο Έλληνα από τον αλλόθρησκο Τούρκο ή τον ετερόδοξο «Φράγκο»: Ήταν η νηστεία, η γιορτή, ο χορός στο πανηγύρι, το αναμμένο καντήλι στο οικογενειακό εικονοστάσι, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός κάθε μήνα.
                  Έτσι, όταν τον δεύτερο χρόνο της εξέγερσής τους ενάντια στην τουρκική τυραννία (1822) οι Έλληνες συγκροτούν την πρώτη και ιδρυτική του νεοελληνικού κράτους Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, δεν έχουν άλλο τρόπο να ορίσουν την ιδιότητα του Έλληνα, παρά μόνο καταφεύγοντας στην θρησκευτική του πίστη. Στο τμήμα Β' παρ. β' του Συντάγματος της Επιδαύρου διαβάζουμε: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες».