Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Μαρτυρίες γιὰ τὴν ταυτότητα τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῶν Ρωμιῶν σὲ ἑλληνικὲς πηγές -- ΜΕΡΟΣ 3

Μαρτυρίες γι τν ταυτότητα τν Βυζαντινν κα τν Ρωμιν σ λληνικς πηγές --  ΜΕΡΟΣ 3

 

(Δημήτριος Ἰω. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές», περιοδικὸν «Πεμπτουσία», τ. 7, 8, 9, Δεκ. 2001 - Νοέμ. 2002)
 
 

Εισαγωγή

Στα πλαίσια της πολιτισμικής, ιστορικής καί εθνικής αυτογνωσίας του Ελληνισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως την περιγράψαμε σε δύο προηγούμενα άρθρα, πηγές από τη λόγια γράμμα-, τεία, οφείλουμε παρενθετικά να προ-. σθέσουμε και τις ενδείξεις από τη λαϊκή παράδοση, τη λαογραφία του Βυζαντίου την οποία κληρονόμησε από την προχριστιανική ιστορία του Ελληνισμού. Ή βυζαντινή κοινωνία δεν ήταν ποτέ στατική διότι κατά τη χιλιετή καί πλέον ζωή της υπέστη διαφοροποιήσεις, μετασχηματισμούς καί μεταλλαγές. Εντούτοις είναι καί πάλι γεγονός δτι ήταν αυτή ή ίδια μία συντηρητική κοινωνία πού σεβάστηκε καί διατήρησε πολλά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, δπως έχει καταδείξει ο μεγάλος, αλλά αδικημένος ερευνητής Φαίδων Κουκουλές(44).

Η Πενθέκτη Οικ. Σύνοδος και τα σχόλια βυζαντινών κανονολόγων

Περιληπτικά θα περιοριστούμε εδώ σε μερικούς κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 691/2 και σχόλια βυζαντινών κανονολόγων που επιβεβαιώνουν την αδιάσπαστη συνέχεια στον εθνικό βίο των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.Εκκλησιαστικοί κανόνες, όπως άλλωστε και νόμοι μιας πολιτείας ή κράτους, αποτελούν σε ένα μεγάλο βαθμό απόρροια κοινωνικών συνθηκών και αποπνέουν την εθνική, πολιτισμική και θρησκευτική ιδεολογία της εποχής κατά την οποία εκδίδονται(45).

Είναι σημαντικό ότι ο πρώτος κανόνας της Πενθέκτης που συγκροτήθηκε το 691/2 αρχίζει με ένα ρητό που ανάγεται στην προχριστιανική αρχαιότητα και έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα στο στόμα του ελληνικού λάου. «Τάξις αρίστη παντός αρχομένω και λόγου και πράγματος, εκ Θεού τε άρχεσθαι, και εις Θεόν αναπαύεσθαι κατά την θεολόγον φωνήν».Έτσι αρχίζει ο πρώτος κανόνας και η θεολογική φωνή δεν είναι άλλη ει μη η φωνή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Αλλά η φωνή ήταν του χριστιανού θεολόγου, το περιεχόμενο όμως ήταν του μη χριστιανού ρήτορα Δημοσθένη του τετάρτου προ Χριστού αιώνα ο οποίος δίδασκε: «Παντός αρχομένου σπουδαίου λόγου τε και έργου, από θεών υπολαμβάνω προσήκειν πρώτον άρχεσθαι»(46).

Δεν ήταν λοιπόν μόνο ο Γρηγόριος επίσκοπος Ναζιανζού, αργότερα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και διάσημος θεολόγος που είχε συνείδηση της συνέχειας του κοινωνικού και θρησκευτικού ήθους του αρχαίου ελληνισμού με την εποχή του, όπως μάλιστα επιβεβαιώνεται και από την απάντηση που έδωσε στον αυτοκράτορα Ιουλιανό, ότι δηλαδή δεν είχε κανείς το δικαίωμα να του αποστερήσει την πολιτισμική και πνευματική του κληρονομιά, αλλά και οι πατέρες της Πενθέκτης Οικουμενικής οι οποίοι άφοβα επαναλαμβάνουν αρχαία ελληνική συνήθεια. Οι στίχοι αυτοί του Δημοσθένη αλλά και μερικοί άλλοι κανόνες επιβεβαιώνουν ότι το ελληνικό στοιχείο, όχι μόνο γλώσσα και παιδεία αλλά και μνήμη και συνείδηση, ήταν ακμαίο και στους σκοτεινούς 7ο και 8ο αιώνα.

Μερικά παραδείγματα

Εκ τούτου μερικοί απαγορευτικοί κανόνες της Πενθέκτης αλλά και σχόλια κανονολόγων της μεσοβυζαντινής εποχής βεβαιώνουν ότι σώζονταν ακόμη πολλά «εθνικά» έθιμα, παραδόσεις και πρακτικές που ανάγουν την αρχή τους στην προχριστιανική εποχή. Ενδεικτικοί είναι οι κανόνες με αριθμό 51, 57, 61, 62, 65, 71. Με τον 51ο κανόνα απαγορεύονται οι λεγόμενοι «μίμοι. Τα τούτων θέατρα... και αι επί σκηνής ορχήσεις». Ο κανόνας 57 ορίζει ότι δεν πρέπει να προσφέρεται μέλι και γάλα ως δοσία κατά τη θεία Ευχαριστία («ου χρή εν τοις θυσιαστηρίοις μέλι και γάλα προσφέρεσθαι»). Ο κανόνας 62 απαγορεύει τις εορτές προς τιμή του Πανός, του αρχαίου θεού των ρεματιών και δασών, των βουκόλων και αγροτών, τα Βοτά, τη γιορτή του Διονύσου και την εκφώνηση του ονόματός τους κατά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλών «εν τοις ληνοίς», την υπόδηση προσωπείων κωμικών και σχετικές διεγερτικές ορχήσεις. Ο κανόνας 65 απαγορεύει τους πιστούς να ανάβουν φωτιές κατά την πρώτη του μηνός και να πηδούν υπεράνω αυτών. Ο 71ος κανόνας απαγορεύει στους σπουδαστές της νομικής να ενδύονται κατά τον αρχαίο προχριστιανικό τρόπο και να συνεχίζουν και άλλες αρχαίες συνήθειες («τους διδασκόμενους τους πολιτικούς νόμους μη δειν τοις ελληνικοίς έθεσι κεχρήσθαι... ή παρά την κοινήν χρήσιν στολάς εαυτοίς περιτιθέναι»).

Εξάλλου, ο 61ος κανόνας αφορίζει επί εξαετία «τους τας άρκτους επισυρόμενους, ή τοιαύτα ζώα, προς παίγνιον και βλάβην των απλουστέρων και τύχην και ειμαρμένην και γενεαλογίαν,... τους τε λεγομένους νεφοδιώκτας, και γητευτάς και φυλακτηρίους και μάντεις». Οι «τας άρκτους επισυρόμενοι», οι «αρκτοσύρτες», δε διασκέδαζαν μόνο αλλά και εκμεταλλεύονταν τους προληπτικούς, ιδιαιτέρως γυναίκες, διότι δίδασκαν ότι οι τρίχες των αρκούδων είχαν υπερφυσική δύναμη και για αυτό τις πωλούσαν για φυλακτήρια παιδιών εναντίον βασκανίας και άλλων νόσων. Όλες αυτές οι συνήθειες θεωρούνταν ολέθριες και ειδωλολατρικά επιτηδεύματα. Εντούτοις, παρά τις απαγορεύσεις της Πενθέκτης, η συνήθεια αύτη επέζησε για πολλούς ακόμη αιώνες.

Όταν με τον 51ο κανόνα η σύνοδος «απαγορεύει... και τα των κυνηγίων θεώρια» μας υπενθυμίζει ότι στα λεγόμενα «θεώρια» περιλαμβάνεται και η επίδειξη ζώων σπάνιων, όπως ο ελέφαντας που φερόταν από την αλλοδαπή είτε ύστερα από κάποιο πολεμικό θρίαμβο ή και ως δώρο από κάποιον ξένο ή σύμμαχο βασιλιά. Και τούτο προς διασκέδαση του λαού. Ο ιστορικός Μιχαήλ ο ατταλειάτης (1020-1079) διηγείται ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος IX ο Μονομάχος δεν ήταν μόνο φιλάνθρωπος διότι, μεταξύ άλλων, είχε ιδρύσει και «νοσοκομείον επιμελείας ανάμεστον», αλλά ότι «δωρηματικός τε και βασιλικώς ευεργετείν επιστάμενος» κόμισε στην πόλη «ζώων ασυνήθεις ιδέας τοις υπηκόοις εξ αλλοδαπής παρεστήσατο γης, μεθ' ων και τον μέγιστον εν τετραπόδοις ελέφαντα, ος θαύμα τοις Βυζαντίοις και τοις άλλοις Ρωμαίοις.»(47).

«Τας ούτω λεγομένας Καλάνδας, και τα λεγόμενα Βοτά, και τα καλούμενα Βρουμάλια» τα οποία καταδίκασε η Πενθέκτη με τον 62ο κανόνα είχαν μεν καταδικαστεί ως «αρχαιοπαράδοτον κακόν» πλην, όμως παρέμεναν δημοφιλείς εορτασμοί του λαού. Τα απαγορευτικά μέτρα της Πενθέκτης δεν είχαν σοβαρά αποτελέσματα διότι οι εορτασμοί προς τιμή του Πανός (Βοτά), οι Καλάνδες και τα Βρουμάλια επιβίωσαν .για πολλούς ακόμη αιώνες.

Ο εορτασμός των Κρονίων

Στο «Μαρτύριο του αγίου Λασίου» που γράφηκε κατά τον 11ο αιώνα καταδικάζονται τα άσεμνα και αθέσμια παίγνια, τα μυσαρά είδωλα ό,τι γινόταν κατά την εορτή των αρχαίων Κρονίων. Προσθέτει ο βιογράφος του Μάρτυρα Δασίου ότι «αύτη η μυσαρά παράδοσις και μέχρις ημών των εσχάτων περιελθούσα αθλιωτέρως παραφυλάττεται. Ούτε λήγοντος γαρ του κόσμου το έθος το κακόν τέλος λαμβάνει, αλλά χειροτέρως μάλλον ανανεούται. Εν γαρ τη ημέρα των καλανδών Ιανουαρίων μάταιοι άνθρωποι τω εθει των Ελλήνων (δηλαδή των ειδωλολατρών) εξακολουθούντες χριστιανοί ονομαζόμενοι μετά παμμεγέθους πομπής προέρχονται, εναλλάτοντες την εαυτών φύσιν, και τον τρόπον και την μορφήν του διαβόλου ενδύονται. Αιγείοις δέρμασι περιβεβλημένοι, το πρόσωπον ενηλλαγμένοι αποβάλλουσιν εν ω αναγεννήθησαν αγαθώ και διακατέχουσιν εν ω εγεννήθησαν κακώ...»(48).

Τα «Κρόνια», που εορτάζονταν στην Αθήνα, στην Ολυμπία, στη Ρόδο και άλλα μέρη της αρχαίας Ελλάδας, είχαν μακρά παράδοση. Και ενώ καταρχήν εορτάζονταν σε ανάμνηση της χρυσής εποχής που βασίλευε ο Κρόνος, κατά την οποία βασίλευε αγνότητα ηθών, γαλήνη, αμεριμνησία και ευτυχία, με την πάροδο του χρόνου συνδέθηκαν με τη φαγοποτία, ελεύθερη συμπεριφορά, αθέμιτες πράξεις και γενικώς ανηθικότητα, πράξεις που συνδέονταν με την επί ένα μήνα ζωή κραιπάλης και ελευθεριότητας του νέου στρατιώτη που πρόκειτο να θυσιαστεί προς τιμή του Κρόνου, γι' αυτό το λόγο και το όνομα της πανηγύρεως Κρόνια(49).

Τα Κρόνια υιοθετήθηκαν από τους Ρωμαίους κατά τον 5ο αιώνα προ Χριστού και ταυτίσθηκαν με τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, γνωστά και ως Βρουμάλια, και εορτάζονταν ευρύτατα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, τουλάχιστον μέχρι τον 4ο μετά Χριστόν αιώνα. Το περίεργο είναι ότι κατά τον ανώνυμο βιογράφο του αγίου Δασίου ακόμη και στην εποχή του Διοκλητιανοϋ γινόταν ανθρωποθυσία νεαρού στρατιώτη(50).

Προφανώς τα Κρόνια και η κακή τους φήμη είχαν επιζήσει κατά τη βυζαντινή περίοδο και ταυτίζονταν με ανήθικες πράξεις. Ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-1217) παρομοιάζει τη συμπεριφορά και κρίνει τους ερωτισμούς του Ανδρόνικου του Κομνηνού ως ταυτόσημες πράξεις που γίνονταν κατά τον εορτασμό των Κρονίων. Ο Ανδρόνικος «ουκ ησχύνετο Κρονίων απόζων ανεψιού γυναικί μιλτοπαρνίω και τρυφερά και μήπω το ενδέκατον ετος... αθεμίτως συγκατακρίνεσθαι...»(51).

Η φύση των κανόνων και τα σχόλια κανονολόγων και σχολιαστών της βυζαντινής Αυτοκρατορίας για τους κανόνες που μαρτυρούν την επιβίωση πολλών εθνικών ηθών και εθίμων, λαϊκών εορτών και παραδόσεων ενισχύουν την άποψη που υποστηρίζει την ελληνικότητα της Αυτοκρατορίας και μάλιστα ύστερα από τις απώλειες στους Άραβες.

Η επιβίωση των αρχαίων ελληνορωμαϊκών παραδόσεων

Το ερώτημα είναι: σε ποια μέρη της αυτοκρατορίας εορτάζονταν οι ειδωλολατρικές αυτές εορτές, στην Κωνσταντινούπολη, σε άλλα αστικά κέντρα ή στις επαρχιακές πόλεις καί χωριά; Ποιους πληθυσμούς είχαν υπόψη οι πατέρες της Πενθέκτης; Οι ενδείξεις είναι ότι οι περισσότερες από τις αρχαίες παραδόσεις είχαν επιζήσει στις συντηρητικές κοινωνίες των επαρχιών. Η σημασία του paganus, παγανός, εννοεί χωρικός και ήσαν οι χωρικοί που αντέδρασαν εναντίον του Χριστιανισμού που τον είδαν καινοτόμο και καταστροφέα του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Για αυτό το λόγο και η επιβίωση εορτών προς τιμή του Πανός και του Διονύσου. Ο Παν ήταν ο κατεξοχήν θεός της Αρκαδίας στην Πελοπόννησο και τα Βρουμάλια προς τιμή του Διονύσου τελούνταν σε διάφορα μέρη του ελληνορωμαϊκού χώρου, ιδιαιτέρως από αγροτικούς πληθυσμούς. Οι Καλάνδες που στην ύστερη Ρωμαϊκή εποχή τελούνταν κατά τις τέσσερις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου, είχαν καταδικαστεί όχι μόνο από πατέρες όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος αλλά και με ειδικό νόμο του 395. Εντούτοις, οι Καλάνδες, όπως και άλλες εθνικές παραδόσεις, εορτάζονταν μέχρι τον έβδομο, δωδέκατο και πολύ πέραν ακόμη(52).

Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (905-959) διηγείται ότι οι κάτοικοι της Μάνης, στη Λακωνία, «μέχρι του νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται διά το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας...» αν και επί της βασιλείας του Βασιλείου του Πρώτου (830-886) είχαν βαπτισθεί(53). Και ο άγιος Νίκων ο Μετανοείτε επισκέφθηκε τη «γην Δωριέων», δηλαδή την Πελοπόννησο, και κήρυξε στην Αρκαδία, Μεσσηνία και Λακωνία όχι μόνο σε Χριστιανούς αλλά και μη Χριστιανούς. Ένας λόγος που ο Νίκωνας φρόντισε για το κτίσιμο εκκλησιών ήταν διότι ήθελε να δημιουργήσει εστίες ελληνοχριστιανισμοΰ. Όταν ο βιογράφος του Νίκωνα γράφει για «την χώραν λαχόντων των εθνικών» και ότι ο Νίκωνας «διείπε της των εθνικών χώρας»(54) και ότι ο Αντίοχος είχε την αρχή «της των εθνικών χώρας» δεν εννοεί μόνο τα Σλαβικά φύλα, τους Μηλιγγούς ή τους Νεζερίτες, αλλά και τη χώρα των γηγενών Ελλήνων. Οι Μηλιγγοί φέρονται ως κάτοικοι της χώρας των Εθνικών. Έχω τη γνώμη ότι το «εθνικοί» δεν εννοεί «ξένοι» ή «χώρα των ξένων», όπως συνιστά ένας μεταφραστής του(55), διότι οι Μηλιγγοί είχαν «πόδας τε κεκτημένους εις κακίαν τρέχοντας και μηδέν άλλον ειδότας ή μόνον το ληστεύειν αεί και τα αλλότρια επισπάσθαι αρπαλέως». Σε ποιους ανήκαν τα «αλλότρια»; Στους «εγχωρίους» οι οποίοι αποκαλούσαν τους Μηλιγγούς «Μυρμηδόνες». Η χώρα λοιπόν των Εθνικών ήταν η χώρα των «εγχωρίων», μέσα στους οποίους είχαν εγκατασταθεί και οι Μηλιγγοί.

Την επιβίωση των αρχαίων ελληνορωμαϊκών παραδόσεων μαρτυρούν και άλλες πηγές μεταγενέστερων αιώνων. Ο Ιωάννης Ζωναράς που έζησε το 12ο αιώνα (+1159) γράφει ότι «έθη ελληνικά τε και εθνικά κατά παράδοσιν εποίουν.τινές, και ποιοϋσι, μηδέ ειδότες τι δηλούσι τα γινόμενα...»(56).

Χριστιανική πίστη και ελληνική πολιτισμική κληρονομιά

Επί του προκειμένου, το ερώτημα είναι: πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύσει κανείς την αδιάκοπη πολιτισμική συνέχεια που διαπιστώνεται στην ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού; Είναι η επιβίωση του λαϊκού πολιτισμού, της πολιτισμικής παραδόσεως, μία ένδειξη της αμυντικής που ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως υιοθέτησε ο λαός έναντι καινοτομιών καί ξενόφερτων διδαχών, μία εσκεμμένη φροντίδα για να επιζήσει η πατρογονική κληρονομιά για λόγους ταυτότητας, ή αποτέλεσμα μιας παράλογης συνήθειας; Στην ιστορία του Χριστιανισμού είναι γνωστό ότι η επαρχία ήταν μία από τις συντηρητικές κοινωνίες που αντέδρασε στη διάδοση του Χριστιανισμού που ξεκίνησε ως αστική θρησκεία. Δεν είναι διόλου παράδοξο γιατί ο ελληνικός χώρος ήταν ένας από τους πρώτους κι ένας από τους τελευταίους να δεχθεί το Χριστιανισμό. Οι απαγορευτικοί κανόνες δεν υιοθετήθηκαν για τους Κωνσταντινοπολίτες αλλά για τους Αρκάδες και τους Λάκωνες στη χώρα των οποίων τιμόταν ο Παν και εορτάζονταν τα Βοτά.

Οι 10 κανόνες που αναφέρονται σε πανηγύρεις, και εορτές προχριστιανικής ελληνικής προελεύσεως έχουν αποκαλυπτική σημασία για το πολιτισμικό.κλίμα της εποχής. Η προσήλωση σε πατρογονικά ήθη και έθιμα δήλωνε την αυτογνωσία και ενίσχυε την εθνική ταυτότητα και ιδιαιτερότητα του γηγενούς πληθυσμού που συνειδητά ή ασυνείδητα διατηρούσε κληρονομικές εθνικές παραδόσεις. Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού προήγε αλληλοεξάρτηση, συμβιβασμούς και αλληλοεπιδράσεις. Πολύ σωστά λοιπόν έχει λεχθεί ότι «ο Ελληνισμός καταβληθείς από το Χριστιανισμό με την σειρά του κατέκτησε τον Χριστιανισμό»(57). Χριστιανική πίστη και ελληνική πολιτισμική κληρονομιά είχαν επιτύχει μία αρμονική διαχρονική άλληλοπεριχώρηση.

Το συμπέρασμα που συνάγεται από την προσκόλληση των βυζαντινών Ελλήνων στην πολιτισμική και πνευματική τους κληρονομιά είναι ότι το ασφαλέστερο μέσο για τη συγκράτηση και διάσωση της φυλετικής τους υποστάσεως ήταν όχι μόνο η διατήρηση της γλώσσας αλλά και η παράδοση, τα βιώματα, οι πανηγύρεις, τα ήθη και τα έθιμα του λάου. Παρά την ύπαρξη διαφόρων μειονοτήτων, ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας ήταν ελληνικός ή εξελληνισμένος με εναργή συνείδηση της συνέχειάς του με τους αρχαίους Έλληνες της ρωμαϊκής ελληνιστικής κλασσικής και αρχαϊκής εποχής.

Από τον 4ο ακόμη αιώνα ο Ελληνισμός, ως λαός και πολιτισμική παράδοση, ευρέθηκε σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Χωριστά από τις συνεχείς επιδρομές βαρβαρικών φύλων, ο Ελληνισμός κινδύνευσε και από φανατισμένους χριστιανούς, συμπεριλαμβανομένων και πολλών μοναχών που βάλθηκαν να καταστρέψουν οτιδήποτε θύμιζε αρχαίο πολιτισμό.

Επικράτησαν όμως οι απόψεις του Μ. Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Γρηγορίου Νύσσης, του Σωκράτη του Σχολαστικού, του Φωτίου, Ιωάννη Μαυρόπου και η εχθρότητα εναντίον των «Ελλήνων» δεν απέβη καταστρεπτική. Για δέκα περίπου αιώνες η ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία του Βυζαντίου ευρισκόταν σε συνεχή συναγερμό και ιδιαίτερα κατά τον έβδομο αιώνα. Έθνος που αντιμετωπίζει κίνδυνο φυλετικής και πνευματικής αφομοιώσεως από άλλους λαούς, όταν υποτιμά τη γλώσσα του και την κληρονομιά του θεληματικά ή άθελά του υποσκάπτει και .καταστρέφει τις ισχυρότερες βάσεις της επιβιώσεώς του. Μήπως, λοιπόν, ενόψει των απαγορεύσεων της Πενθέκτης είναι δυνατόν να δούμε μία εσκεμμένη προσπάθεια διατηρήσεως της ελληνικής ταυτότητας και κληρονομιάς; Η πεισματική εμμονή στα αρχαία ήθη και έθιμα, σε θρησκευτικές και λατρευτικές κληρονομιές από το γεωργικό πληθυσμό της προχριστιανικής εποχής ήταν και μία ενσυνείδητη αυτοάμυνα εναντίον καινοτομιών που συν τω χρόνω εισήγαγε ο Χριστιανισμός και καλλιέργησε η Χριστιανική Εκκλησία. Η κοινωνία του Βυζαντινού κράτους ήταν κατά κανόνα συντηρητική και έβλεπε τους νεωτερισμούς ως απειλή της καθιερωμένης από αιώνων παραδόσεως. Επιπλέον δε, όπως υπαινιχθήκαμε στην αρχή, οι εν λόγω κανόνες που αναφέρονται σε πρακτικές και προσκολλήσεις σε αρχαίες κληρονομιές, επιβεβαιώνουν το γεωργικό χαρακτήρα της Βυζαντινής κοινωνίας του εβδόμου αιώνα. Είναι βέβαιο ότι όλες οι απαγορευτικές εντολές της Εκκλησίας, οι κανόνες που καταδικάζουν αρχαία ελληνικά ήθη και έθιμα δεν είχαν άμεσα αποτελέσματα.

Ώστε η επιβίωση της ελληνικής ονοματολογίας αλλά και γενικότερα της πολιτισμικής κληρονομιάς επιτεύχθηκε όχι μόνο μέσω της αυτοσυνειδησίας των Χριστιανών Ελλήνων, της μελέτης και διδασκαλίας της ελληνικής γραμματείας κατά τους μέσους αιώνες αλλά και από την επίδραση που εξάσκησε στους έξω -Λατίνους, Εβραίους, Συρίους και Άραβες. Από τους Χριστιανούς, Έλληνες και Λατίνους, διασώθηκε η αρχαία ελληνική γραμματεία και λαϊκή παράδοση διότι ο Χριστιανισμός δεν απέρριψε αλλά υιοθέτησε ό,τι καλό είχε ο αρχαίος Ελληνισμός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου