Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Μνήμες Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Καθηγητού Φώτιου Δημητρακόπουλου

 
 
 
 

             Η μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου συνδέεται άμεσα με το κοσμοϊστορικό γεγονός της αλώσεως της Πόλης, και έτσι ακριβώς περνάει στις ποικίλες εκφάνσεις της τέχνης, σε περιγραφές ποιήματα και αφηγήσεις. Υπάρχουν ωστόσο και κείμενα που αναφέρονται πρωταρχικώς στον τελευταίο αυτοκράτορα, ενώ η άλωση περνάει σε δεύτερο επίπεδο. Εδώ θα περιοριστούμε να αναφέρουμε ορισμένα μόνο από τα κείμενα αυτά, διότι το υλικό είναι τόσο εκτεταμένο ώστε θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ολόκληρου βιβλίου.
              Στις παραδόσεις, διηγήσεις, θρύλους, προρρήσεις, στους θρήνους και στα δημοτικά τραγούδια του ελληνικού λαού υπάρχει πλήθος αναφορών στην άλωση, αλλά και στη μορφή του Κωνσταντίνου, του μαρμαρωμένου βασιλιά. Οι Θρήνοι είναι λόγια μεταβυζαντινά ποιήματα, όπου αποτυπώνεται ο πόνος για την πτώση της Βασιλεύουσας, αλλά και η ελπίδα ότι όλα θα γίνουν ξανά σαν πρώτα. Ο ηρωικός βασιλιάς εμφανίζεται στις τελευταίες του στιγμές κυρίως στο Θρήνο που έχει τίτλο «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης». Από τις παραδόσεις η πιο γνωστή είναι για τον Μαρμαρωμένο βασιλιά, που λίγο πριν σκοτωθεί τον άρπαξε άγγελος Κυρίου και τον απόθεσε σε μια σπηλιά, όπου θα παραμείνει μαρμαρωμένος, ώσπου να τον σηκώσει ο άγγελος για να ξαναπάρει πίσω την Πόλη. Σε πολλά δημοτικά τραγούδια για την άλωση περιγράφεται ο ηρωικός του θάνατος καθώς και ο μυστικός του τάφος κάπου στην Κωνσταντινούπολη. Από αυτά τα τραγούδια, κυρίως τα ποντιακά, υπό τη μορφή θρήνων, εστιάζονται στη μορφή του Παλαιολόγου, που τον ονομάζουν «Ο Έλλεν Κωνσταντίνον».
              Μαζί με την πίστη και τη γλώσσα τους, με αυτούς τους θρήνους, τους θρύλους και τις παραδόσεις για την ανάσταση του Γένους, διατηρούσαν τις ελπίδες τους οι ραγιάδες στα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής κατοχής. Είναι χαρακτηριστική η νομική επιχειρηματολογία του Κολοκοτρώνη σε σχετική συζήτηση με τον καπιτάν Χάμιλτον: «Ο βασιλεύς μας {= Ο Παλαιολόγος} εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκανε». Και πράγματι έτσι είναι, η Πόλη δεν παραδόθηκε, γι’ αυτό λέει ο Κολοκοτρώνης: «Εμείς καπιτάν Χάμιλτον ποτέ δεν εκάμαμε συμβιβασμό με τους Τούρκους»…
            Το πρώτο δραματουργικό κείμενο που αναφέρεται στον Παλαιολόγο είναι η τραγωδία του Ιωάννου Ζαμπελίου «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» που γράφτηκε το 1818 και γνώρισε κάποια σκηνική επιτυχία. Τα μεγάλα ονόματα των αυτοκρατόρων και τα σπουδαία ιστορικά γεγονότα της Αυτοκρατορίας δεν είχαν λησμονηθεί. Ο μεγαλοϊδεατισμός και η προοδευτική αποκατάσταση του Βυζαντίου στη νεοελληνική συνείδηση, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, έδωσε την αφορμή να γραφτούν ποιήματα και τραγωδίες με θέμα την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως κυρίως, όπου βέβαια προεξάρχει η μορφή του Παλαιολόγου. Στα έργα του Τερτσέτη «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» και «Το όνειρον του Βασιλέως» παρουσιάζεται ο τελευταίος αυτοκράτορας, μάλιστα στο δεύτερο ο Όθωνας βλέπει στον ύπνο του τον Παλαιολόγο. Το 1894 παίχτηκε στην Αθήνα η «Πόλεως Άλωσις» του Μωραϊτίδη, ενώ το 1891 ο Παπαδιαμάντης στο ποίημά του «Η κοιμάμενη βασιλοπούλα», αναφερόμενο τις πιο πολλές στροφές στον Μαρμαρωμένο βασιλιά. Γενικότερα, το κεφάλαιο Βυζαντινή θεματογραφία στη Νεοελληνική λογοτεχνία παραμένει σχεδόν ανερεύνητο.
           Το εκτεταμένο αφηγηματικό ποίημα του Γεωργίου Χρ. Ζαλοκώστα, «Το σπαθί και η κορώνα» περιγράφει με αρκετή επιτυχία τις τελευταίες στιγμές και το θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, με σαφές λαϊκότροπο αντιδυτικό μένος. Στο ίδιο κλίμα είναι γραμμένο και το ποίημα του Αχιλλέως Παράσχου «Αι δύο λειτουργίαι». Ο Γεώργιος Βιζυηνός στην ποιητική του συλλογή «Ατθίδες Αύραι» έχει ένα πολύστιχο ποίημα με τίτλο «Ο τελευταίος Παλαιολόγος», που απηχεί τον θρύλο για τον τάφο του βασιλιά κάτω από τον Πύργο της Χρυσής Πύλης. Τον τάφο του βασιλιά που κοιμάται κάτω από τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας μνημονεύει ο Μωραϊτίδης σε πασχαλινά άρθρα του 1888 και πιο εκτεταμένα στο διήγημα «Χρίστος Βοσκρές» του 1901. Τίτλους όπως «Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς» και « Η μεγάλη ιδέα» βρίσκουμε στα γραφτά του Χρήστου Χρηστοβασίλη.
             Η δεύτερη Αθηναϊκή σχολή, με προεξάρχοντες τον Κωστή Παλαμά και τον Γεώργιο Δροσίνη, θυμάται συχνά την ηρωική μορφή του Παλαιολόγου. Για παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Το Νανούρισμα», του Δροσίνη «Πέντε Αιώνες» και «Ο δικέφαλος», και του Ιωάννη Πολέμη «Η βουβή καμπάνα» και «Το χρυσό δισκοπότηρο». Η μορφή του Κωνσταντίνου επανέρχεται ενθουσιαστικά κατά την περίοδο των εθνικών επιτυχιών του 1912-1920, ακόμη και σε λιθογραφίες των γεγονότων, αλλά και σε θρηνητικά μετά την καταστροφή του 1922.
               Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, που είναι περισσότερο βυζαντινός από ότι τον φανταζόμαστε, διαβάζει και αυτός πολλά βυζαντινά κείμενα και μελέτες, δύο δε ποιήματά του, το «Θεόφιλος Παλαιολόγος» (1923) και «Παρθέν» (1921) αποτυπώνουν συγκινητικά το θάνατο του Κωνσταντίνου και το πάρσιμο της Πόλης. Ο Στρατής Μυριβήλης στα διηγήματά του «Πόλεμος», «Το λουλούδι της φωτιάς», αλλά και στο μυθιστόρημά του «Η Ζωή εν τάφω» καταγράφει μεγαλοϊδεατίστικες συμπεριφορές του λαού, με αναφορές στον Μαρμαρωμένο βασιλιά. Ίσως το πιο συγκινητικό διήγημα με επίκεντρο τη μορφή του Παλαιολόγου είναι το «Χριστούγεννα του 1448 μ.Χ.» του Μ. Καραγάτση. Όπως και η πιο επιτυχημένη τραγωδία είναι «Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» του Νίκου Καζαντζάκη, που μελοποιήθηκε από τον Καλομοίρη. Αρκετές τραγωδίες με τίτλο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όχι τόσο γνωστών συγγραφέων, έχουν κατά καιρούς παρασταθεί θεατρικά. 
              Μια άλλη ενότητα είναι οι διάφορες πατριωτικές και σχολικές ποιητικές ανθολογίες, όπου επαναλαμβάνουν τέτοια θέματα. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η συλλογή «Νέα σχολική Μούσα» του Κύπριου Ιωάννου Περδίου, Λευκωσία 1931, στις πρώτες σελίδες της οποίας βρίσκουμε ποιήματα με τίτλους όπως, «Ο δικέφαλος αετός», «Η αποφράς Τρίτη», «Η κομμένη λειτουργία», «Στον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον», «Σώπασε κυρα Δέσποινα». Μέσα στην Κατοχή, ο Κωνσταντινουπολίτης Νίκος Εγγονόπουλος αναφέρεται στον ΙΚωνσταντίνο Παλαιολόγο στο ποίημα Μπολιβάρ, όπου η ποιητική φωνή ρωτά τον νοτιοαμερικανό ήρωα: «Μήπως νάσαι άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;».
             Τα τετρακόσια χρόνια μετά την άλωση γιορτάστηκαν επίσημα και πανηγυρικά το 1953, και πολλοί ξαναθυμήθηκαν τον ηρωικό αυτοκράτορα, όπως ο Θ. Φραγκόπουλος στο ποίημά του «Ως την Άλωση». Ο Φώτης Κόντογλου δημοσίευσε το «Θρηνητικό συναξάρι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» του βασιλιά που «η κορόνα του ήταν το αγκάθινο στεφάνι του Χριστού» και ζωγράφισε την όμορφη εικόνα του ως αγίου.
             Εξάλλου, μια κωμική σκηνή από παράσταση κάποιας Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως διαβάζουμε στη «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου, όπου ο Μωάμεθ μονομαχεί με τον Παλαιολόγο και οι θεατές επιτίθενται κατά του Μωάμεθ ορμώντας πάνω στη σκηνή. 
              Το 1972 στη συλλογή του «Αίνος και θρήνος» ο Γ. Αθάνας περιλαμβάνει τα ποιήματα, «Ο Μαρμαρωμένος», «Κόκκινη μηλιά» και «Ο Κωνσταντίνος». Αλλά το πιο θαυμαστό από τα ποιήματα που έχουν γραφτεί περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα ετεροθαλή» (1974), του Οδυσσέα Ελύτη, και έχει τίτλο «Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου». Αξίζει να παραθέσουμε λίγους στίχους από το ποίημα: «Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μές στη λύπη του. Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ {…} Πάντοτε με μια λέξη μές στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος Αυτός ο τελευταίος Έλληνας!».
                Στα τελευταία χρόνια έχουν επίσης δημοσιευτεί αρκετά μυθιστορήματα, μυθιστορηματικές βιογραφίες, θεατρικά έργα αλλά και βιβλία για παιδιά, με τίτλους για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ή την Άλωση. Από αυτά ξεχωρίζουν τρία έργα που έχουν τίτλο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», των Χρ. Ζαλοκώστα, Κώστα Κυριαζή και Άλκη Τροπαιάτη, ενώ από τα μυθιστορήματα ξεχωρίζουν το «Εάλω η Πόλις» της Τατιάνας Σταύρου και το «Πήραν την Πόλη, πήραν την…» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου – Πόθου.
                Όσα μνημονεύθηκαν παραπάνω αποτελούν απλώς μικρό δείγμα ενός από τα ωραιότερα, όσο και αγνοημένα, κεφάλαια της ιστορίας και κριτικής της νεότερης λογοτεχνίας μας.
Ακολουθεί η ανάγνωση τριών κειμένων των Καβάφη, Ελύτη και Χριστιανόπουλου:
 
 
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Θεόφιλος Παλαιολόγος
 
Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός.
Ο τελευταίος των Γραικών αυτοκρατόρων είν’ αυτός.
Κι αλλοίμονον τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην»
 
Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο
πόσον καϋμό του γένους μας, και πόση εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)
οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.
 
Μάρτιος 1903.
 
 
Οδυσσέας Ελύτης
Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μές στη λύπη του.
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου. Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ – κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα.
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους κι έβγανε απ’ όλους Έναν που του χαμογελούσε τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε.
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια. Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κ ιη κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει.
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν. Και μια νύχτα θυμάται σ’ ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί.
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
 ΙΙ
Θέ μου και τώρα τι που ‘χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη μοναξιά του ποιος αυτός που ’ξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι.
Που όλα του τα’ χαν πάρει. Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το μυτερό και το τειχιό που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σα ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι.
Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πώς κουρναλιζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη θάλασσα…)
Μεσημέρι από νύχτα. Καθ μήτ’ ένας πλάι του. Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές που ‘σμίγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μές στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως.
Και αντίκρυ σ’ όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μές στον γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του.
«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μές στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη.
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει.
 
ΙΙΙ
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στον χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ’ τα γεράνια.
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ’ ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι’ άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα.
Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο, τα κλωνάρια
Του ‘φέρναν ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ’ αρχαία και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορεςς επιτιμούσανε.
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα θρουβαλισμος και σκόνης άναμμα μές στον αέρα.
Πάντοτε με μια λέξη μές στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος.
Αυτός ο τελευταίος Έλληνας!
 
 
Ντίνος Χριστιανόπουλος
 
Η απάντηση του Πατριάρχη
Το 1955, μετά τα σεπτεμβριανά, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα μήπως ήταν καιρός να φύγει το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη. «Γιατί;» είπε ο Πατριάρχης. «Μα έχετε μείνει ελάχιστοι εδώ», απάντησε ο δημοσιογράφος. «Πράγματι, μείναμε λίγοι», είπε ο Πατριάρχης. «Όμως ξεχνάτε πόσα εκατομμύρια είναι οι πεθαμένοι κάτω από τα πόδια μας; Αυτούς δεν τους υπολογίζετε; Μαζί μ’ αυτούς είμαστε πάρα πολλοί».
Χρόνια με απασχολεί αυτή η απάντηση του Πατριάρχη. Τι συγκινητικό, η ορθοδοξία κι ο ελληνισμός επιβιώνουν με τα εκατομμύρια των πεθαμένων τους. Αυτό το νιώθω και στον εαυτό μου. Τώρα που πια ξεράθηκα ερωτικά, οι δώδεκα αλησμόνητοι έρωτές μου όχι μόνο μου φαίνονται πολλοί, αλλά τους νιώθω μέσα μου να υπάρχουν ολοζώντανοι. Τόσο, που εξαιτίας τους κρατιέμαι ολοζώντανος κι εγώ.
 
 
Πηγή υλικού
Ομιλία του Καθηγητού Βυζαντινής. Μεταβυζαντινής Φιλολογίας και Παλαιογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Φώτιου Δημητρακόπουλου στην Πάτρα, 4 Ιουνίου 2012
 
 
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου